ξεκωλώνω
Greek
Alternative forms
- ξεκωλιάζω (xekoliázo)
Etymology
Byzantine Greek ξεκωλώνω (xekōlṓnō), equivalent to ξε- (xe-, “un-, de-”) + κώλος (kólos, “arse”, suffix for verbs) + -ώνω (-óno)
Pronunciation
- IPA(key): /kse.koˈlo.no/
- Hyphenation: ξε‧κω‧λώ‧νω
Verb
ξεκωλώνω • (xekolóno) (past ξεκώλωσα, passive ξεκωλώνομαι)
- (transitive, colloquial, very vulgar) to bugger, sodomize (especially violently or roughly)
- (transitive, colloquial, vulgar, figuratively) to exhaust, tire, wear out
- Ο προϊστάμενός μας μας έχει ξεκωλώσει στη δουλειά.
- O proïstámenós mas mas échei xekolósei sti douleiá.
- Our manager has worn us the fuck out with work.
Conjugation
ξεκωλώνω ξεκωλώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ξεκωλώνω | ξεκωλώσω | ξεκωλώνομαι | ξεκωλωθώ |
2 sg | ξεκωλώνεις | ξεκωλώσεις | ξεκωλώνεσαι | ξεκωλωθείς |
3 sg | ξεκωλώνει | ξεκωλώσει | ξεκωλώνεται | ξεκωλωθεί |
1 pl | ξεκωλώνουμε, [‑ομε] | ξεκωλώσουμε, [‑ομε] | ξεκωλωνόμαστε | ξεκωλωθούμε |
2 pl | ξεκωλώνετε | ξεκωλώσετε | ξεκωλώνεστε, ξεκωλωνόσαστε | ξεκωλωθείτε |
3 pl | ξεκωλώνουν(ε) | ξεκωλώσουν(ε) | ξεκωλώνονται | ξεκωλωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ξεκώλωνα | ξεκώλωσα | ξεκωλωνόμουν(α) | ξεκωλώθηκα |
2 sg | ξεκώλωνες | ξεκώλωσες | ξεκωλωνόσουν(α) | ξεκωλώθηκες |
3 sg | ξεκώλωνε | ξεκώλωσε | ξεκωλωνόταν(ε) | ξεκωλώθηκε |
1 pl | ξεκωλώναμε | ξεκωλώσαμε | ξεκωλωνόμασταν, (‑όμαστε) | ξεκωλωθήκαμε |
2 pl | ξεκωλώνατε | ξεκωλώσατε | ξεκωλωνόσασταν, (‑όσαστε) | ξεκωλωθήκατε |
3 pl | ξεκώλωναν, ξεκωλώναν(ε) | ξεκώλωσαν, ξεκωλώσαν(ε) | ξεκωλώνονταν, (ξεκωλωνόντουσαν) | ξεκωλώθηκαν, ξεκωλωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ξεκωλώνω ➤ | θα ξεκωλώσω ➤ | θα ξεκωλώνομαι ➤ | θα ξεκωλωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξεκωλώνεις, … | θα ξεκωλώσεις, … | θα ξεκωλώνεσαι, … | θα ξεκωλωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξεκωλώσει έχω, έχεις, … ξεκωλωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξεκωλωθεί είμαι, είσαι, … ξεκωλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξεκωλώσει είχα, είχες, … ξεκωλωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξεκωλωθεί ήμουν, ήσουν, … ξεκωλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξεκωλώσει θα έχω, θα έχεις, … ξεκωλωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξεκωλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεκωλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ξεκώλωνε | ξεκώλωσε | — | ξεκωλώσου |
2 pl | ξεκωλώνετε | ξεκωλώστε | ξεκωλώνεστε | ξεκωλωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ξεκωλώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ξεκωλώσει ➤ | ξεκωλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ξεκωλώσει | ξεκωλωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- (exhaust completely): εξαντλώ (exantló), ξεπατώνω (xepatóno)
Related terms
- ξέκωλος (xékolos, “scantily clad, bottomless”) (colloquial)
- ξεκωλιάρης m (xekoliáris, “very lucky person, jerk, dick”) (vulgar)
- ξεκωλιάρα f (xekoliára, “scantily dressed female, bitch”) (vulgar)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.