ξεκωλιάρης
Greek
Etymology
From ξέκωλος (xékolos).
Pronunciation
- IPA(key): /ksekoˈʎaɾis/
- Hyphenation: ξε‧κω‧λιά‧ρης
Adjective
ξεκωλιάρης • (xekoliáris) m (feminine ξεκωλιάρα, neuter ξεκωλιάρικο)
- (colloquial) lucky devil, lucky dog, having devil's luck, lucky bastard (exceptionally lucky, usually in games)
- Νίκησε πάλι το παιχνίδι αυτός ο ξεκωλιάρης ο νεαρός.
- Níkise páli to paichnídi aftós o xekoliáris o nearós.
- That lucky little fucker won the game again.
Declension
Declension of ξεκωλιάρης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξεκωλιάρης • | ξεκωλιάρα • | ξεκωλιάρικο • | ξεκωλιάρηδες • | ξεκωλιάρες • | ξεκωλιάρικα • |
genitive | ξεκωλιάρη • | ξεκωλιάρας • | ξεκωλιάρικου • | ξεκωλιάρηδων • | — | ξεκωλιάρικων • |
accusative | ξεκωλιάρη • | ξεκωλιάρα • | ξεκωλιάρικο • | ξεκωλιάρηδες • | ξεκωλιάρες • | ξεκωλιάρικα • |
vocative | ξεκωλιάρη • | ξεκωλιάρα • | ξεκωλιάρικο • | ξεκωλιάρηδες • | ξεκωλιάρες • | ξεκωλιάρικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξεκωλιάρης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξεκωλιάρης, etc.) |
Noun
ξεκωλιάρης • (xekoliáris) m (plural ξεκωλιάρηδες, feminine ξεκωλιάρα)
Declension
declension of ξεκωλιάρης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ξεκωλιάρης • | ξεκωλιάρηδες • |
genitive | ξεκωλιάρη • | ξεκωλιάρηδων • |
accusative | ξεκωλιάρη • | ξεκωλιάρηδες • |
vocative | ξεκωλιάρη • | ξεκωλιάρηδες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.