ξαραχνιάζω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ksa.ɾaˈxɲa.zo/
- Hyphenation: ξα‧ρα‧χνιά‧ζω
Verb
ξαραχνιάζω • (xarachniázo) (past ξαράχνιασα, passive ξαραχνιάζομαι)
- (transitive) to clean up the cobwebs
- Το σπίτι δεν ξαραχνιάστηκε εδώ και ένα χρόνο.
- To spíti den xarachniástike edó kai éna chróno.
- The house has not been cleaned of webs for a year now.
Conjugation
ξαραχνιάζω ξαραχνιάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ξαραχνιάζω | ξαραχνιάσω | ξαραχνιάζομαι | ξαραχνιαστώ |
2 sg | ξαραχνιάζεις | ξαραχνιάσεις | ξαραχνιάζεσαι | ξαραχνιαστείς |
3 sg | ξαραχνιάζει | ξαραχνιάσει | ξαραχνιάζεται | ξαραχνιαστεί |
1 pl | ξαραχνιάζουμε | ξαραχνιάσουμε | ξαραχνιαζόμαστε | ξαραχνιαστούμε |
2 pl | ξαραχνιάζετε | ξαραχνιάσετε | ξαραχνιάζεστε, ξαραχνιαζόσαστε | ξαραχνιαστείτε |
3 pl | ξαραχνιάζουν(ε) | ξαραχνιάσουν(ε) | ξαραχνιάζονται | ξαραχνιαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ξαράχνιαζα | ξαράχνιασα | ξαραχνιαζόμουν(α) | ξαραχνιάστηκα |
2 sg | ξαράχνιαζες | ξαράχνιασες | ξαραχνιαζόσουν(α) | ξαραχνιάστηκες |
3 sg | ξαράχνιαζε | ξαράχνιασε | ξαραχνιαζόταν(ε) | ξαραχνιάστηκε |
1 pl | ξαραχνιάζαμε | ξαραχνιάσαμε | ξαραχνιαζόμασταν, (‑όμαστε) | ξαραχνιαστήκαμε |
2 pl | ξαραχνιάζατε | ξαραχνιάσατε | ξαραχνιαζόσασταν, (‑όσαστε) | ξαραχνιαστήκατε |
3 pl | ξαράχνιαζαν, ξαραχνιάζαν(ε) | ξαράχνιασαν, ξαραχνιάσαν(ε) | ξαραχνιάζονταν, (ξαραχνιαζόντουσαν) | ξαραχνιάστηκαν, ξαραχνιαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ξαραχνιάζω ➤ | θα ξαραχνιάσω ➤ | θα ξαραχνιάζομαι ➤ | θα ξαραχνιαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξαραχνιάζεις, … | θα ξαραχνιάσεις, … | θα ξαραχνιάζεσαι, … | θα ξαραχνιαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξαραχνιάσει έχω, έχεις, … ξαραχνιασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξαραχνιαστεί είμαι, είσαι, … ξαραχνιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξαραχνιάσει είχα, είχες, … ξαραχνιασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξαραχνιαστεί ήμουν, ήσουν, … ξαραχνιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξαραχνιάσει θα έχω, θα έχεις, … ξαραχνιασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξαραχνιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξαραχνιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ξαράχνιαζε | ξαράχνιασε | — | ξαραχνιάσου |
2 pl | ξαραχνιάζετε | ξαραχνιάστε | ξαραχνιάζεστε | ξαραχνιαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ξαραχνιάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ξαραχνιάσει ➤ | ξαραχνιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ξαραχνιάσει | ξαραχνιαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- καθαρίζω (katharízo, “clean”)
Derived terms
- ξαραχνιασμένος (xarachniasménos, “cleaned up”, participle)
- ξαράχνιασμα n (xaráchniasma, “cleaning the webs”)
Related terms
- see: αράχνη f (aráchni, “spider”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.