καταγράφω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek καταγράφω. Morphologically, from κατα- (“fully”) + γράφω (“write”). The modern senses, semantic loan from French enregistrer.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /ka.taˈɣra.fo/
- Hyphenation: κα‧τα‧γρά‧φω
Verb
καταγράφω • (katagráfo) (past κατέγραψα, passive καταγράφομαι)
Conjugation
καταγράφω καταγράφομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | καταγράφω | καταγράψω | καταγράφομαι | καταγραφώ, καταγραφτώ2 |
2 sg | καταγράφεις | καταγράψεις | καταγράφεσαι | καταγραφείς, καταγραφτείς |
3 sg | καταγράφει | καταγράψει | καταγράφεται | καταγραφεί, καταγραφτεί |
1 pl | καταγράφουμε, [‑ομε] | καταγράψουμε, [‑ομε] | καταγραφόμαστε | καταγραφούμε, καταγραφτούμε |
2 pl | καταγράφετε | καταγράψετε | καταγράφεστε, καταγραφόσαστε | καταγραφείτε, καταγραφτείτε |
3 pl | καταγράφουν(ε) | καταγράψουν(ε) | καταγράφονται | καταγραφούν(ε), καταγραφτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | κατέγραφα | κατέγραψα | καταγραφόμουν(α) | καταγράφηκα, καταγράφτηκα2, [{κατεγράφην}]3 |
2 sg | κατέγραφες | κατέγραψες | καταγραφόσουν(α) | καταγράφηκες, καταγράφτηκες, [{κατεγράφης}] |
3 sg | κατέγραφε | κατέγραψε | καταγραφόταν(ε) | καταγράφηκε, καταγράφτηκε, {κατεγράφη} |
1 pl | καταγράφαμε | καταγράψαμε | καταγραφόμασταν, (‑όμαστε) | καταγραφήκαμε, καταγραφτήκαμε, [{κατεγράφημεν}] |
2 pl | καταγράφατε | καταγράψατε | καταγραφόσασταν, (‑όσαστε) | καταγραφήκατε, καταγραφτήκατε, [{κατεγράφητε}] |
3 pl | κατέγραφαν, καταγράφαν(ε) | κατέγραψαν, καταγράψαν(ε) | καταγράφονταν, (καταγραφόντουσαν) | καταγράφηκαν, καταγράφτηκαν, καταγραφτήκαν(ε), {κατεγράφησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα καταγράφω ➤ | θα καταγράψω ➤ | θα καταγράφομαι ➤ | θα καταγραφώ / καταγραφτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα καταγράφεις, … | θα καταγράψεις, … | θα καταγράφεσαι, … | θα καταγραφείς / καταγραφτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … καταγράψει έχω, έχεις, … καταγραμμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … καταγραφεί / καταγραφτεί είμαι, είσαι, … καταγραμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … καταγράψει είχα, είχες, … καταγραμμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … καταγραφεί / καταγραφτεί ήμουν, ήσουν, … καταγραμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … καταγράψει θα έχω, θα έχεις, … καταγραμμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … καταγραφεί / καταγραφτεί θα είμαι, θα είσαι, … καταγραμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | κατάγραφε | κατάγραψε | — | καταγράψου |
2 pl | καταγράφετε | καταγράψτε, καταγράφτε1 | καταγράφεστε | καταγραφείτε, καταγραφτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | καταγράφοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας καταγράψει ➤ | καταγραμμένος, ‑η, ‑o {καταγεγραμμένος, ‑η, ‑o}4 ➤ | ||
Nonfinite form➤ | καταγράψει | καταγραφεί, καταγραφτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial. 2. Passive forms with -φτ- are colloquial. 3. Formal passsive forms, as in the ancient aorist κατεγράφην from the conjugation of καταγράφω. In Modern Greek, used in the 3rd persons (all persons included here, for reference). 4. The ancient passive perfect participle, with reduplication • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- πρωτοκολλώ (protokolló)
Related terms
- καταγεγραμμένος (katagegramménos, “recorded, registered”, participle) (learned, with reduplication)
- καταγραμμένος (katagramménos, “recorded, registered”, participle)
- καταγραφή f (katagrafí, “recording, registering”)
- καταγραφικός (katagrafikós)
- and see: γράφω (gráfo, “to write”)
References
- καταγράφω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.