πρωτοκολλώ
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pɾo.to.koˈlo/
- Hyphenation: πρω‧το‧κολ‧λώ
Verb
πρωτοκολλώ • (protokolló) (past πρωτοκόλλησα, passive πρωτοκολλώμαι/πρωτοκολλούμαι, p‑past πρωτοκολλήθηκα, ppp πρωτοκολλημένος)
- to register on the official logbook that keeps records of incoming and outgoing documents
- Η αίτησή σας πρωτοκολλήθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου 145.
- I aítisí sas protokollíthike me arithmó protokóllou 145.
- Your application has been registered with protocol number 145.
Usage notes
Double conjugation with different active present endings and different passive present.
Conjugation
1) present endings: -ώ, -άς, -ά [1]
πρωτοκολλώ, πρωτοκολλώμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | πρωτοκολλώ | πρωτοκολλήσω | πρωτοκολλώμαι | πρωτοκολληθώ |
2 sg | πρωτοκολλάς | πρωτοκολλήσεις | πρωτοκολλάσαι | πρωτοκολληθείς |
3 sg | πρωτοκολλά | πρωτοκολλήσει | πρωτοκολλάται | πρωτοκολληθεί |
1 pl | πρωτοκολλούμε | πρωτοκολλήσουμε, [-ομε] | πρωτοκολλόμαστε, {‑ώμεθα} | πρωτοκολληθούμε |
2 pl | πρωτοκολλάτε | πρωτοκολλήσετε | πρωτοκολλάστε, {‑άσθε} | πρωτοκολληθείτε |
3 pl | πρωτοκολλούν(ε) | πρωτοκολλήσουν(ε) | πρωτοκολλώνται | πρωτοκολληθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | πρωτοκολλούσα | πρωτοκόλλησα | (πρωτοκολλούμουν)1 | πρωτοκολλήθηκα |
2 sg | πρωτοκολλούσες | πρωτοκόλλησες | — | πρωτοκολλήθηκες |
3 sg | πρωτοκολλούσε | πρωτοκόλλησε | (πρωτοκολλούνταν) | πρωτοκολλήθηκε |
1 pl | πρωτοκολλούσαμε | πρωτοκολλήσαμε | — | πρωτοκολληθήκαμε |
2 pl | πρωτοκολλούσατε | πρωτοκολλήσατε | — | πρωτοκολληθήκατε |
3 pl | πρωτοκολλούσαν(ε) | πρωτοκόλλησαν, πρωτοκολλήσαν(ε) | (πρωτοκολλούνταν), {πρωτοκολλώντο} | πρωτοκολλήθηκαν, πρωτοκολληθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα πρωτοκολλώ ➤ | θα πρωτοκολλήσω ➤ | θα πρωτοκολλώμαι ➤ | θα πρωτοκολληθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα πρωτοκολλάς, … | θα πρωτοκολλήσεις, … | θα πρωτοκολλάσαι, … | θα πρωτοκολληθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … πρωτοκολλήσει έχω, έχεις, … πρωτοκολλημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … πρωτοκολληθεί είμαι, είσαι, … πρωτοκολλημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … πρωτοκολλήσει είχα, είχες, … πρωτοκολλημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … πρωτοκολληθεί ήμουν, ήσουν, … πρωτοκολλημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … πρωτοκολλήσει θα έχω, θα έχεις, … πρωτοκολλημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … πρωτοκολληθεί θα είμαι, θα είσαι, … πρωτοκολλημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | πρωτοκόλλησε | — | πρωτοκολλήσου |
2 pl | πρωτοκολλάτε | πρωτοκολλήστε | (πρωτοκολλάστε), {πρωτοκολλάσθε} | πρωτοκολληθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | πρωτοκολλώντας ➤ | ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας πρωτοκολλήσει ➤ | πρωτοκολλημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | πρωτοκολλήσει | πρωτοκολληθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. This group of verbs lacks passive imperfect forms. Endings from other inflections are occasionally used. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
2) present endings -ώ, -είς, -εί [2]
πρωτοκολλώ, πρωτοκολλούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | πρωτοκολλώ | πρωτοκολλήσω | πρωτοκολλούμαι | πρωτοκολληθώ |
2 sg | πρωτοκολλείς | πρωτοκολλήσεις | πρωτοκολλείσαι | πρωτοκολληθείς |
3 sg | πρωτοκολλεί | πρωτοκολλήσει | πρωτοκολλείται | πρωτοκολληθεί |
1 pl | πρωτοκολλούμε | πρωτοκολλήσουμε, [-ομε] | πρωτοκολλούμαστε | πρωτοκολληθούμε |
2 pl | πρωτοκολλείτε | πρωτοκολλήσετε | πρωτοκολλείστε | πρωτοκολληθείτε |
3 pl | πρωτοκολλούν(ε) | πρωτοκολλήσουν(ε) | πρωτοκολλούνται | πρωτοκολληθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | πρωτοκολλούσα | πρωτοκόλλησα | [πρωτοκολλούμουν(α)] | πρωτοκολλήθηκα |
2 sg | πρωτοκολλούσες | πρωτοκόλλησες | [πρωτοκολλούσουν(α)] | πρωτοκολλήθηκες |
3 sg | πρωτοκολλούσε | πρωτοκόλλησε | πρωτοκολλούνταν, {πρωτοκολλείτο} | πρωτοκολλήθηκε |
1 pl | πρωτοκολλούσαμε | πρωτοκολλήσαμε | πρωτοκολλούμασταν, (‑ούμαστε) | πρωτοκολληθήκαμε |
2 pl | πρωτοκολλούσατε | πρωτοκολλήσατε | [πρωτοκολλούσασταν, (‑ούσαστε)] | πρωτοκολληθήκατε |
3 pl | πρωτοκολλούσαν(ε) | πρωτοκόλλησαν, πρωτοκολλήσαν(ε) | πρωτοκολλούνταν, {πρωτοκολλούντο} | πρωτοκολλήθηκαν, πρωτοκολληθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα πρωτοκολλώ ➤ | θα πρωτοκολλήσω ➤ | θα πρωτοκολλούμαι ➤ | θα πρωτοκολληθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα πρωτοκολλείς, … | θα πρωτοκολλήσεις, … | θα πρωτοκολλείσαι, … | θα πρωτοκολληθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … πρωτοκολλήσει έχω, έχεις, … πρωτοκολλημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … πρωτοκολληθεί είμαι, είσαι, … πρωτοκολλημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … πρωτοκολλήσει είχα, είχες, … πρωτοκολλημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … πρωτοκολληθεί ήμουν, ήσουν, … πρωτοκολλημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … πρωτοκολλήσει θα έχω, θα έχεις, … πρωτοκολλημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … πρωτοκολληθεί θα είμαι, θα είσαι, … πρωτοκολλημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | πρωτοκόλλησε | — | πρωτοκολλήσου |
2 pl | πρωτοκολλείτε | πρωτοκολλήστε | πρωτοκολλείστε | πρωτοκολληθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | πρωτοκολλώντας ➤ | πρωτοκολλούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας πρωτοκολλήσει ➤ | πρωτοκολλημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | πρωτοκολλήσει | πρωτοκολληθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Coordinate terms
- αρχειοθετώ (archeiothetó, “to archive”)
Related terms
- απρωτοκόλλητος (aprotokóllitos, “unrecorded”, adjective)
- πρωτόκολληση f (protókollisi, “registration”)
- πρωτόκολλο n (protókollo, “protocol”)
- and see: πρώτος (prótos, “first”), κολλάω, κολλώ (kolláo, kolló, “glue, stick”)
References
- Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
- πρωτοκολλώ - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.