ισοσκελίζω
Greek
Verb
ισοσκελίζω • (isoskelízo) (past ισοσκέλισα, passive ισοσκελίζομαι)
- (finance) to balance (a budget or balance sheet)
Conjugation
ισοσκελίζω ισοσκελίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ισοσκελίζω | ισοσκελίσω | ισοσκελίζομαι | ισοσκελιστώ |
2 sg | ισοσκελίζεις | ισοσκελίσεις | ισοσκελίζεσαι | ισοσκελιστείς |
3 sg | ισοσκελίζει | ισοσκελίσει | ισοσκελίζεται | ισοσκελιστεί |
1 pl | ισοσκελίζουμε, [‑ομε] | ισοσκελίσουμε, [‑ομε] | ισοσκελιζόμαστε | ισοσκελιστούμε |
2 pl | ισοσκελίζετε | ισοσκελίσετε | ισοσκελίζεστε, ισοσκελιζόσαστε | ισοσκελιστείτε |
3 pl | ισοσκελίζουν(ε) | ισοσκελίσουν(ε) | ισοσκελίζονται | ισοσκελιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ισοσκέλιζα | ισοσκέλισα | ισοσκελιζόμουν(α) | ισοσκελίστηκα |
2 sg | ισοσκέλιζες | ισοσκέλισες | ισοσκελιζόσουν(α) | ισοσκελίστηκες |
3 sg | ισοσκέλιζε | ισοσκέλισε | ισοσκελιζόταν(ε) | ισοσκελίστηκε |
1 pl | ισοσκελίζαμε | ισοσκελίσαμε | ισοσκελιζόμασταν, (‑όμαστε) | ισοσκελιστήκαμε |
2 pl | ισοσκελίζατε | ισοσκελίσατε | ισοσκελιζόσασταν, (‑όσαστε) | ισοσκελιστήκατε |
3 pl | ισοσκέλιζαν, ισοσκελίζαν(ε) | ισοσκέλισαν, ισοσκελίσαν(ε) | ισοσκελίζονταν, (ισοσκελιζόντουσαν) | ισοσκελίστηκαν, ισοσκελιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ισοσκελίζω ➤ | θα ισοσκελίσω ➤ | θα ισοσκελίζομαι ➤ | θα ισοσκελιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ισοσκελίζεις, … | θα ισοσκελίσεις, … | θα ισοσκελίζεσαι, … | θα ισοσκελιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ισοσκελίσει έχω, έχεις, … ισοσκελισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ισοσκελιστεί είμαι, είσαι, … ισοσκελισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ισοσκελίσει είχα, είχες, … ισοσκελισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ισοσκελιστεί ήμουν, ήσουν, … ισοσκελισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ισοσκελίσει θα έχω, θα έχεις, … ισοσκελισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ισοσκελιστεί θα είμαι, θα είσαι, … ισοσκελισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ισοσκέλιζε | ισοσκέλισε | — | ισοσκελίσου |
2 pl | ισοσκελίζετε | ισοσκελίστε | ισοσκελίζεστε | ισοσκελιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ισοσκελίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ισοσκελίσει ➤ | ισοσκελισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ισοσκελίσει | ισοσκελιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αντισταθμίζω (antistathmízo, “to make balance”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.