ιατρεύω
See also: ἰατρεύω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /i.aˈtɾe.vo/
- Hyphenation: ι‧α‧τρεύ‧ω
Verb
ιατρεύω • (iatrévo) (past ιάτρευσα, passive ιατρεύομαι, p‑past ιατρεύθηκα, ppp ιατρευμένος)
Conjugation
ιατρεύω ιατρεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ιατρεύω (γιατρεύω →) | ιατρεύσω | ιατρεύομαι | ιατρευθώ |
2 sg | ιατρεύεις | ιατρεύσεις | ιατρεύεσαι | ιατρευθείς |
3 sg | ιατρεύει | ιατρεύσει | ιατρεύεται | ιατρευθεί |
1 pl | ιατρεύουμε, [‑ομε] | ιατρεύσουμε, [‑ομε] | ιατρευόμαστε | ιατρευθούμε |
2 pl | ιατρεύετε | ιατρεύσετε | ιατρεύεστε, ιατρευόσαστε | ιατρευθείτε |
3 pl | ιατρεύουν(ε) | ιατρεύσουν(ε) | ιατρεύονται | ιατρευθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ιάτρευα | ιάτρευσα | ιατρευόμουν(α) | ιατρεύθηκα |
2 sg | ιάτρευες | ιάτρευσες | ιατρευόσουν(α) | ιατρεύθηκες |
3 sg | ιάτρευε | ιάτρευσε | ιατρευόταν(ε) | ιατρεύθηκε |
1 pl | ιατρεύαμε | ιατρεύσαμε | ιατρευόμασταν, (‑όμαστε) | ιατρευθήκαμε |
2 pl | ιατρεύατε | ιατρεύσατε | ιατρευόσασταν, (‑όσαστε) | ιατρευθήκατε |
3 pl | ιάτρευαν, ιατρεύαν(ε) | ιάτρευσαν, ιατρεύσαν(ε) | ιατρεύονταν, (ιατρευόντουσαν) | ιατρεύθηκαν, ιατρευθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ιατρεύω ➤ | θα ιατρεύσω ➤ | θα ιατρεύομαι ➤ | θα ιατρευθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ιατρεύεις, … | θα ιατρεύσεις, … | θα ιατρεύεσαι, … | θα ιατρευθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ιατρεύσει έχω, έχεις, … ιατρευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ιατρευθεί είμαι, είσαι, … ιατρευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ιατρεύσει είχα, είχες, … ιατρευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ιατρευθεί ήμουν, ήσουν, … ιατρευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ιατρεύσει θα έχω, θα έχεις, … ιατρευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ιατρευθεί θα είμαι, θα είσαι, … ιατρευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ιάτρευε | ιάτρευσε | — | ιατρεύσου |
2 pl | ιατρεύετε | ιατρεύστε | ιατρεύεστε | ιατρευθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ιατρεύοντας ➤ | ιατρευόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ιατρεύσει ➤ | ιατρευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ιατρεύσει | ιατρευθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Also see the modern γιατρεύω (giatrévo) with extra modern endings. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.