εφετικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἐφετικός (ephetikós).
Pronunciation
- IPA(key): /e.fe.tiˈkos/
Adjective
εφετικός • (efetikós) m (feminine εφετική, neuter εφετικό)
Declension
Declension of εφετικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εφετικός • | εφετική • | εφετικό • | εφετικοί • | εφετικές • | εφετικά • |
genitive | εφετικού • | εφετικής • | εφετικού • | εφετικών • | εφετικών • | εφετικών • |
accusative | εφετικό • | εφετική • | εφετικό • | εφετικούς • | εφετικές • | εφετικά • |
vocative | εφετικέ • | εφετική • | εφετικό • | εφετικοί • | εφετικές • | εφετικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εφετικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εφετικός, etc.) |
Related terms
- see: έφεση f (éfesi, “appeal”)
See also
- ευχετικός (efchetikós, “desiderative”, adj)
Further reading
- εφετικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.