ευχετικός
Greek
Etymology
From ευχέτ(ης) (efchét(is), “who wishes”) + -ικός.
Pronunciation
- IPA(key): /ef.çe.ti.ˈkos/
- Hyphenation: ευ‧χε‧τι‧κός
Adjective
ευχετικός • (efchetikós) m (feminine ευχετική, neuter ευχετικό)
- (grammar) desiderative
- expressing wishes
Declension
Declension of ευχετικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευχετικός • | ευχετική • | ευχετικό • | ευχετικοί • | ευχετικές • | ευχετικά • |
genitive | ευχετικού • | ευχετικής • | ευχετικού • | ευχετικών • | ευχετικών • | ευχετικών • |
accusative | ευχετικό • | ευχετική • | ευχετικό • | ευχετικούς • | ευχετικές • | ευχετικά • |
vocative | ευχετικέ • | ευχετική • | ευχετικό • | ευχετικοί • | ευχετικές • | ευχετικά • |
Synonyms
- ευχετήριος (efchetírios)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.