εφαπτομένη
See also: ἐφαπτομένη
Greek
Etymology
Present participle of εφάπτομαι (efáptomai, “touch”), a deponent (passive) verb.
Pronunciation
- IPA(key): /e.fa.ptoˈme.ni/
- Hyphenation: ε‧φα‧πτο‧μένη
Declension
declension of εφαπτομένη
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | εφαπτομένη • | εφαπτόμενες • |
genitive | εφαπτομένης • | εφαπτομένων • |
accusative | εφαπτομένη • | εφαπτόμενες • |
vocative | εφαπτομένη • | εφαπτόμενες • |
Synonyms
- Symbol: εφ n (ef, “tan”)
See also
- Τριγωνομετρικές συναρτήσεις • (“Trigonometric functions”)
- ημ, ημίτονο n (im, imítono, “sin, sine”)
- συν, συνημίτονο n (syn, synimítono, “cos, cosine”)
- εφ, εφαπτομένη f (ef, efaptoméni, “tan, tangent”)
- σφ, συνεφαπτομένη f (sf, synefaptoméni, “cot, cotangent”)
- στεμ, συντέμνουσα f (stem, syntémnousa, “cosec, cosecant”)
- τεμ, τέμνουσα f (tem, témnousa, “sec, secant”)
Further reading
- Τριγωνομετρική συνάρτηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Participle
εφαπτομένη • (efaptoméni)
- (formal) Nominative, accusative and vocative feminine singular form of εφαπτόμενος (efaptómenos).
Alternative forms
- εφαπτόμενη (efaptómeni) (less formal)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.