δῆμος

Ancient Greek

Pronunciation

 

Etymology 1

From Proto-Hellenic *dā́mos, from Proto-Indo-European *deh₂mos (people) (perhaps originally a feminine), from *deh₂- (to divide), whence also δαίομαι (daíomai), compare Mycenaean Greek 𐀅𐀗 (da-mo). The original meaning was thus "part".

Alternative forms

Noun

δῆμος • (dêmos) m (genitive δήμου); second declension (Epic, Attic, Ionic, Koine)

  1. district, country, land
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Iliad 5.710:
      πὰρ δέ οἱ ἄλλοι ναῖον Βοιωτοὶ μάλα πίονα δῆμον ἔχοντες
      pàr dé hoi álloi naîon Boiōtoì mála píona dêmon ékhontes
      and hard by him dwelt other Boeotians having a land exceeding rich
    1. the inhabitants of a district or land
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Iliad 3.50:
      πατρί τε σῷ μέγα πῆμα πόληΐ τε παντί τε δήμῳ
      patrí te sôi méga pêma pólēḯ te pantí te dḗmōi
      great pain upon your father, your city, and your people
  2. the common people
    • 460 BCE – 420 BCE, Herodotus, Histories 5.66:
      ἑσσούμενος δὲ ὁ Κλεισθένης τὸν δῆμον προσεταιρίζεται
      hessoúmenos dè ho Kleisthénēs tòn dêmon prosetairízetai
      Cleisthenes was getting the worst of it and took the common people into his party.
    1. (rare) commoner
      • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Iliad 12.213:
        δῆμον ἐόντα
        dêmon eónta
        being a commoner
  3. free citizens, sovereign people
    • 467 BCE, Aeschylus, Seven Against Thebes 1011:
      δοκοῦντα καὶ δόξαντ’ ἀπαγγέλλειν με χρὴ δήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεως:
      dokoûnta kaì dóxant’ apangéllein me khrḕ dḗmou proboúlois têsde Kadmeías póleōs:
      It is my duty to announce the will and decrees of the council on behalf of the people of this our Cadmean city.
    1. popular government, democracy
      • 460 BCE – 420 BCE, Herodotus, Histories 3.82:
        πάντων τῷ λόγῳ ἀρίστων ἐόντων, δήμου τε ἀρίστου καὶ ὀλιγαρχίης καὶ μουνάρχου
        pántōn tôi lógōi arístōn eóntōn, dḗmou te arístou kaì oligarkhíēs kaì mounárkhou
        all are at their best for the sake of argument, the best democracy and oligarchy and monarchy
    2. popular assembly
      • 380 BCE, Plato, The Republic 565b:
        ἀναγκάζονται δὴ οἶμαι ἀμύνεσθαι, λέγοντές τε ἐν τῷ δήμῳ καὶ πράττοντες ὅπῃ δύνανται
        anankázontai dḕ oîmai amúnesthai, légontés te en tôi dḗmōi kaì práttontes hópēi dúnantai
        [they] are compelled to defend themselves by speeches in the assembly and any action in their power
  4. township, commune; deme
    • 64 BCE – 24 CE, Strabo, Geography 9.1.16:
      Ἐλευσῖνά τε εἰπὼν ἕνα τῶν ἑκατὸν ἑβδομήκοντα δήμων
      Eleusîná te eipṑn héna tôn hekatòn hebdomḗkonta dḗmōn
      after speaking of Eleusis, one of the hundred and seventy demes
  5. name for a prostitute
  6. faction in a circus
Declension
Derived terms
  • Αἰνεσῐ́δημος (Ainesídēmos)
  • ἀλλόδημος (allódēmos)
  • Ἀριστόδημος (Aristódēmos)
  • Ἀρχέδημος (Arkhédēmos)
  • αὐξῐ́δημος (auxídēmos)
  • δήμαρχος (dḗmarkhos)
  • δημεραστής (dēmerastḗs)
  • δημεύω (dēmeúō)
  • δημεχθής (dēmekhthḗs)
  • δημήγορος (dēmḗgoros)
  • δημηλᾰσῐ́ᾱ (dēmēlasíā)
  • δημοβόρος (dēmobóros)
  • δημογέρων (dēmogérōn)
  • δημοεγερτής (dēmoegertḗs)
  • δημοειδής (dēmoeidḗs)
  • δημοθεές (dēmotheés)
  • δημοθοινέω (dēmothoinéō)
  • δημόθροος (dēmóthroos)
  • δημοκηδής (dēmokēdḗs)
  • Δημοκήδης (Dēmokḗdēs)
  • Δημοκλείδης (Dēmokleídēs)
  • δημοκλῑ́ναρχος (dēmoklī́narkhos)
  • δημόκοινος (dēmókoinos)
  • δημοκόλαξ (dēmokólax)
  • δημοκοπέω (dēmokopéō)
  • δημόκραντος (dēmókrantos)
  • Δημοκράτης (Dēmokrátēs)
  • Δημόκριτος (Dēmókritos)
  • δημοκρᾰτέομαι (dēmokratéomai)
  • δημόλευστος (dēmóleustos)
  • Δημολέων (Dēmoléōn)
  • δημολογέω (dēmologéō)
  • δημολᾰ́λητος (dēmolálētos)
  • Δημονίκη (Dēmoníkē)
  • δημοποίητος (dēmopoíētos)
  • δημόπρακτος (dēmópraktos)
  • δημοπρᾱ́της (dēmoprā́tēs)
  • δημοπῐ́θηκος (dēmopíthēkos)
  • δημορρῐφής (dēmorrhiphḗs)
  • Δημοσθένης (Dēmosthénēs)
  • δημόσσοος (dēmóssoos)
  • δημοσσόος (dēmossóos)
  • δημοστροφέω (dēmostrophéō)
  • δημοσώστης (dēmosṓstēs)
  • δημοτελής (dēmotelḗs)
  • δημοτερπής (dēmoterpḗs)
  • δημοῦχος (dēmoûkhos)
  • δημόφαντος (dēmóphantos)
  • δημοφθόρος (dēmophthóros)
  • Δημοφῶν (Dēmophôn)
  • δημοφᾰ́γος (dēmophágos)
  • δημοφᾰνής (dēmophanḗs)
  • Δημοφᾰ́νης (Dēmophánēs)
  • δημοφῐλής (dēmophilḗs)
  • δημοχᾰρής (dēmokharḗs)
  • δημώδης (dēmṓdēs)
  • δημωφελής (dēmōphelḗs)
  • δημᾰγωγός (dēmagōgós)
  • Δημᾰ́ρᾱτος (Dēmárātos)
  • δημᾰ́ρᾱτος (dēmárātos)
  • ἔκδημος (ékdēmos)
  • ἔνδημος (éndēmos)
  • ἐπιδήμιος (epidḗmios)
  • ἐπῐ́δημος (epídēmos)
  • Εὔδημος (Eúdēmos)
  • Εὐθύδημος (Euthúdēmos)
  • ἐχεδημῐ́ᾱ (ekhedēmíā)
  • Κλείδημος (Kleídēmos)
  • κοινόδημος (koinódēmos)
  • κρουσῐδημέω (krousidēméō)
  • Μενέδημος (Menédēmos)
  • μῑσόδημος (mīsódēmos)
  • Νῑκόδημος (Nīkódēmos)
  • ὁμόδημος (homódēmos)
  • πάνδημος (pándēmos)
  • πολῠ́δημος (polúdēmos)
  • Τῑμόδημος (Tīmódēmos)
  • Φῐλόδημος (Philódēmos)
  • φῐλόδημος (philódēmos)
  • Χαρίδημος (Kharídēmos)
  • ᾰ̓́δημος (ádēmos)
  • ᾰ̓πόδημος (apódēmos)
  • δημῐ́δῐον (dēmídion)
  • δημίζω (dēmízō)
  • δήμῐος (dḗmios)
  • δημόθεν (dēmóthen)
  • δημόομαι (dēmóomai)
  • δημόσῐος (dēmósios)
  • δημότερος (dēmóteros)
  • δημοτεύομαι (dēmoteúomai)
  • δημότης (dēmótēs)
  • δημοικός (dēmoikós)
  • δημώλης (dēmṓlēs)
  • δήμωμᾰ (dḗmōma)
Descendants
  • English: deme
  • Greek: δήμος (dímos)
  • Latin: dēmos
References

Noun

δῆμος • (dêmos) m (genitive δήμου); second declension

  1. yellow serradella, Ornithopus compressus
Declension
Synonyms
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.