δήμος
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek δῆμος (dêmos).
Pronunciation
- IPA(key): /ˈði.mos/
- Hyphenation: δή‧μος
Noun
δήμος • (dímos) m (plural δήμοι)
Usage notes
Declension
Related terms
- αντιδημοτικός (antidimotikós, “unpopular”, adjective)
- αντιδημοτικότητα f (antidimotikótita, “unpopularity”)
- απόδημος (apódimos, “émigré”, adjective) & related
- αποδημητικός (apodimitikós, “migratory”)
- Δήμος m (Dímos, male given name; Municipality)
- δημόσιος (dimósios, “public”) & δημοσιο- (dimosio-), δημοσι- related
- δημότης m (dimótis, “citizen”), δημότις f (dimótis)
- δημοτική f (dimotikí, “demotic language”)
- δημοτικό n (dimotikó, “primary school”)
- δημοτικός (dimotikós, “municipal, demotic”, adjective) & related
- δημώδης (dimódis, “demotic, vernacular, folk”, adjective)
- ενδημικός (endimikós, “endemic”, adjective)
- ενδημώ (endimó)
- επιδημία f (epidimía, “epidemic”)
- πανδημία f (pandimía, “pandemic”)
- πάνδημος (pándimos, adjective)
- παρεπιδημία f (parepidimía)
- παρεπιδημώ (parepidimó)
δημο- (dimo-, “demo-”), δημ- compounds like
- αντιδημοκρατικός (antidimokratikós, “undemocratic”, adjective)
- δημαρχείο n (dimarcheío)
- δήμαρχος m or f (dímarchos)
- δημογέροντας m (dimogérontas)
- δημογεροντία f (dimogerontía, “demogerontia”)
- δημοκρατία f (dimokratía, “democracy”)
- δημοκρατικός (dimokratikós, “democratic”, adjective)
- δημοσκόπηση f (dimoskópisi, “opinion poll”)
- δημοσκοπικός (dimoskopikós, adjective)
- δημοσκόπος m or f (dimoskópos)
- δημοσκοπώ (dimoskopó)
- δημοτολόγιο n (dimotológio)
- δημοφιλής (dimofilís, “popular”)
- δημοψήφισμα n (dimopsífisma, “referendum”)
Further reading
- δήμος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.