δροσίζω
Greek
Etymology
From Hellenistic Koine Greek δροσίζω (drosízō, “sprinkle”).
Pronunciation
- IPA(key): /ðɾoˈsi.zo/
- Hyphenation: δρο‧σί‧ζω
Verb
δροσίζω • (drosízo) (past δρόσισα, passive δροσίζομαι)
Conjugation
δροσίζω δροσίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | δροσίζω | δροσίσω | δροσίζομαι | δροσιστώ |
2 sg | δροσίζεις | δροσίσεις | δροσίζεσαι | δροσιστείς |
3 sg | δροσίζει1 | δροσίσει | δροσίζεται | δροσιστεί |
1 pl | δροσίζουμε, [‑ομε] | δροσίσουμε, [‑ομε] | δροσιζόμαστε | δροσιστούμε |
2 pl | δροσίζετε | δροσίσετε | δροσίζεστε, δροσιζόσαστε | δροσιστείτε |
3 pl | δροσίζουν(ε) | δροσίσουν(ε) | δροσίζονται | δροσιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | δρόσιζα | δρόσισα | δροσιζόμουν(α) | δροσίστηκα |
2 sg | δρόσιζες | δρόσισες | δροσιζόσουν(α) | δροσίστηκες |
3 sg | δρόσιζε1 | δρόσισε1 | δροσιζόταν(ε) | δροσίστηκε |
1 pl | δροσίζαμε | δροσίσαμε | δροσιζόμασταν, (‑όμαστε) | δροσιστήκαμε |
2 pl | δροσίζατε | δροσίσατε | δροσιζόσασταν, (‑όσαστε) | δροσιστήκατε |
3 pl | δρόσιζαν, δροσίζαν(ε) | δρόσισαν, δροσίσαν(ε) | δροσίζονταν, (δροσιζόντουσαν) | δροσίστηκαν, δροσιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα δροσίζω ➤ | θα δροσίσω ➤ | θα δροσίζομαι ➤ | θα δροσιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα δροσίζεις, … | θα δροσίσεις, … | θα δροσίζεσαι, … | θα δροσιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … δροσίσει έχω, έχεις, … δροσισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … δροσιστεί είμαι, είσαι, … δροσισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … δροσίσει είχα, είχες, … δροσισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … δροσιστεί ήμουν, ήσουν, … δροσισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … δροσίσει θα έχω, θα έχεις, … δροσισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … δροσιστεί θα είμαι, θα είσαι, … δροσισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | δρόσιζε | δρόσισε | — | δροσίσου |
2 pl | δροσίζετε | δροσίστε | δροσίζεστε | δροσιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | δροσίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας δροσίσει ➤ | δροσισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | δροσίσει | δροσιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Active singular 3rd persons, also as impersonal • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- δροσερεύω (droserévo)
Related terms
- δροσερός (droserós, “cool”)
- δροσισμένος (drosisménos, participle)
- δροσιστικός (drosistikós, “refreshing”)
- and see: δροσιά f (drosiá)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.