δροσερός
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /dro.se.rós/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /dro.seˈros/
- (4th CE Koine) IPA(key): /ðro.seˈros/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /ðro.seˈros/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ðro.seˈros/
Adjective
δροσερός • (droserós) m (feminine δροσερᾱ́, neuter δροσερόν); first/second declension
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | δροσερός droserós |
δροσερᾱ́ droserā́ |
δροσερόν droserón |
δροσερώ droserṓ |
δροσερᾱ́ droserā́ |
δροσερώ droserṓ |
δροσεροί droseroí |
δροσεραί droseraí |
δροσερᾰ́ droserá | |||||
Genitive | δροσεροῦ droseroû |
δροσερᾶς droserâs |
δροσεροῦ droseroû |
δροσεροῖν droseroîn |
δροσεραῖν droseraîn |
δροσεροῖν droseroîn |
δροσερῶν droserôn |
δροσερῶν droserôn |
δροσερῶν droserôn | |||||
Dative | δροσερῷ droserôi |
δροσερᾷ droserâi |
δροσερῷ droserôi |
δροσεροῖν droseroîn |
δροσεραῖν droseraîn |
δροσεροῖν droseroîn |
δροσεροῖς droseroîs |
δροσεραῖς droseraîs |
δροσεροῖς droseroîs | |||||
Accusative | δροσερόν droserón |
δροσερᾱ́ν droserā́n |
δροσερόν droserón |
δροσερώ droserṓ |
δροσερᾱ́ droserā́ |
δροσερώ droserṓ |
δροσερούς droseroús |
δροσερᾱ́ς droserā́s |
δροσερᾰ́ droserá | |||||
Vocative | δροσερέ droseré |
δροσερᾱ́ droserā́ |
δροσερόν droserón |
δροσερώ droserṓ |
δροσερᾱ́ droserā́ |
δροσερώ droserṓ |
δροσεροί droseroí |
δροσεραί droseraí |
δροσερᾰ́ droserá | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
δροσερῶς droserôs |
δροσερώτερος droserṓteros |
δροσερώτᾰτος droserṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
Descendants
- > Greek: δροσερός (droserós) (inherited)
References
- “δροσερός”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- δροσερός in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- δροσερός in the Diccionario Griego–Español en línea (2006–2024)
Greek
Etymology
Inherited from Ancient Greek δροσερός (droserós).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /ðɾo.seˈɾos/
- Hyphenation: δρο‧σε‧ρός
Adjective
δροσερός • (droserós) m (feminine δροσερή, neuter δροσερό)
Declension
Declension of δροσερός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δροσερός • | δροσερή • | δροσερό • | δροσεροί • | δροσερές • | δροσερά • |
genitive | δροσερού • | δροσερής • | δροσερού • | δροσερών • | δροσερών • | δροσερών • |
accusative | δροσερό • | δροσερή • | δροσερό • | δροσερούς • | δροσερές • | δροσερά • |
vocative | δροσερέ • | δροσερή • | δροσερό • | δροσεροί • | δροσερές • | δροσερά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δροσερός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δροσερός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δροσερότερος • | δροσερότερη • | δροσερότερο • | δροσερότεροι • | δροσερότερες • | δροσερότερα • |
genitive | δροσερότερου • | δροσερότερης • | δροσερότερου • | δροσερότερων • | δροσερότερων • | δροσερότερων • |
accusative | δροσερότερο • | δροσερότερη • | δροσερότερο • | δροσερότερους • | δροσερότερες • | δροσερότερα • |
vocative | δροσερότερε • | δροσερότερη • | δροσερότερο • | δροσερότεροι • | δροσερότερες • | δροσερότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο δροσερότερος", etc) |
Derived terms
- δροσερά (droserá)
- δροσερότητα f (droserótita)
- δροσερούλης (droseroúlis)
- δροσερούτσικος (droseroútsikos)
References
- δροσερός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.