δεῖπνον

Ancient Greek

Alternative forms

  • δεῖπνος (deîpnos)

Etymology

Unknown. Perhaps of Pre-Greek origin. Furnée compares δάπτω (dáptō), Latin daps and damnum. Kluge compares Proto-Germanic *tēwō (to regular, arrange (a meal)), source of Gothic 𐍄𐌴𐍅𐌰 (tēwa), German Zeche, from Proto-Indo-European *deḱ- (to fit).[1]

Pronunciation

 

Noun

δεῖπνον • (deîpnon) n (genitive δείπνου); second declension

  1. meal
  2. (in general) food, provender

Declension

Derived terms

  • ἄδειπνος (ádeipnos)
  • ἀριστόδειπνον (aristódeipnon)
  • δειπνάριον (deipnárion)
  • δειπνεύς (deipneús)
  • δειπνεύω (deipneúō)
  • δειπνέω (deipnéō)
  • δείπνηστος (deípnēstos)
  • δειπνηστύς (deipnēstús)
  • δειπνητήριον (deipnētḗrion)
  • δειπνητής (deipnētḗs)
  • δειπνητικός (deipnētikós)
  • δειπνητορία (deipnētoría)
  • δειπνίζω (deipnízō)
  • δειπνίον (deipníon)
  • δειπνιστήριον (deipnistḗrion)
  • δειπνιστός (deipnistós)
  • δειπνῖτις (deipnîtis)
  • δειπνοθήρας (deipnothḗras)
  • δειπνοκλήτωρ (deipnoklḗtōr)
  • δειπνοκρίτης (deipnokrítēs)
  • δειπνολογία (deipnología)
  • δειπνολόχος (deipnolókhos)
  • δειπνομανής (deipnomanḗs)
  • δειπνοπίθηκος (deipnopíthēkos)
  • δειπνοποιέω (deipnopoiéō)
  • δειπνοποιΐα (deipnopoiḯa)
  • δειπνοποιός (deipnopoiós)
  • δειπνοσοφιστής (deipnosophistḗs)
  • δειπνοσύνη (deipnosúnē)
  • δειπνοφορία (deipnophoría)
  • δειπνοφόρος (deipnophóros)
  • λογόδειπνον (logódeipnon)
  • περίδειπνον (perídeipnon)
  • σύνδειπνος (súndeipnos)
  • φιλόδειπνος (philódeipnos)
  • ψευδόδειπνον (pseudódeipnon)

Descendants

  • Greek: δείπνο (deípno)

Further reading

  1. Friedrich Kluge (1883) “Zeche”, in John Francis Davis, transl., Etymological Dictionary of the German Language, published 1891
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.