αξιοζήλευτος
Greek
Etymology
αξιο- (axio-, “worthy of”) + ζηλεύω (zilévo, “to be jealous”) + -τος (-tos). First attested 1871.
Pronunciation
- IPA(key): /aksioˈzileftos/
- Hyphenation: α‧ξι‧ο‧ζή‧λευ‧τος
Adjective
αξιοζήλευτος • (axiozíleftos) m (feminine αξιοζήλευτη, neuter αξιοζήλευτο)
- enviable (arousing or likely to arouse envy)
- Τι τυχερός που ήταν, να τον προσλάβουν σ’ αυτή την αξιοζήλευτη δουλειά!
- Ti tycherós pou ítan, na ton proslávoun s’ aftí tin axiozílefti douleiá!
- How lucky was he, to be hired for that enviable job!
- Giorgos Giannakopoulos/Takis Morakis, Ρίκοκο:
- Τ’ αγόρι μου είναι πλάσμα αξιοζήλευτο
το βλέμμα του, το γέλιο του ροσόλι.- T’ agóri mou eínai plásma axiozílefto
to vlémma tou, to gélio tou rosóli. - My boy is an enviable creature,
His gaze, his laugh are rose liqueur.
- T’ agóri mou eínai plásma axiozílefto
Declension
Declension of αξιοζήλευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιοζήλευτος • | αξιοζήλευτη • | αξιοζήλευτο • | αξιοζήλευτοι • | αξιοζήλευτες • | αξιοζήλευτα • |
genitive | αξιοζήλευτου • | αξιοζήλευτης • | αξιοζήλευτου • | αξιοζήλευτων • | αξιοζήλευτων • | αξιοζήλευτων • |
accusative | αξιοζήλευτο • | αξιοζήλευτη • | αξιοζήλευτο • | αξιοζήλευτους • | αξιοζήλευτες • | αξιοζήλευτα • |
vocative | αξιοζήλευτε • | αξιοζήλευτη • | αξιοζήλευτο • | αξιοζήλευτοι • | αξιοζήλευτες • | αξιοζήλευτα • |
Synonyms
- αξιοζήλευτα (axiozílefta, “enviably, jealously”) (adverb)
Synonyms
- (enviable, desired): ζηλευτός (zileftós), ζηλεμένος (zileménos), επίζηλος (epízilos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.