αναπαύω
See also: ἀναπαύω
Greek
Etymology
Inherited from Ancient Greek ἀναπαύω (anapaúō). By surface analysis, ανα- (“thoroughly, re-”) + παύω (“pause”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.naˈpa.vo/
- Hyphenation: α‧να‧παύ‧ω
Verb
αναπαύω • (anapávo) (past ανέπαυσα/ανάπαυσα/ανάπαψα, passive αναπαύομαι, p‑past αναπαύτηκα/αναπαύθηκα, ppp αναπαυμένος / αναπαμένος)
Conjugation
αναπαύω αναπαύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αναπαύω | αναπαύσω, αναπάψω1 | αναπαύομαι | αναπαυθώ, αναπαυτώ |
2 sg | αναπαύεις | αναπαύσεις, αναπάψεις | αναπαύεσαι | αναπαυθείς, αναπαυτείς |
3 sg | αναπαύει | αναπαύσει, αναπάψει | αναπαύεται | αναπαυθεί, αναπαυτεί |
1 pl | αναπαύουμε, [‑ομε] | αναπαύσουμε, [‑ομε], αναπάψουμε, [‑ομε] | αναπαυόμαστε | αναπαυθούμε, αναπαυτούμε |
2 pl | αναπαύετε | αναπαύσετε, αναπάψετε | αναπαύεστε, αναπαυόσαστε | αναπαυθείτε, αναπαυτείτε |
3 pl | αναπαύουν(ε) | αναπαύσουν(ε), αναπάψουν(ε) | αναπαύονται | αναπαυθούν(ε), αναπαυτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανέπαυα, ανάπαυα | ανέπαυσα, ανάπαυσα, ανάπαψα2 | αναπαυόμουν(α) | αναπαύθηκα, αναπαύτηκα |
2 sg | ανέπαυες, ανάπαυες | ανέπαυσες, ανάπαυσες, ανάπαψες | αναπαυόσουν(α) | αναπαύθηκες, αναπαύτηκες |
3 sg | ανέπαυε, ανάπαυε | ανέπαυσε, ανάπαυσε, ανάπαψε | αναπαυόταν(ε) | αναπαύθηκε, αναπαύτηκε |
1 pl | αναπαύαμε | αναπαύσαμε, αναπάψαμε | αναπαυόμασταν, (‑όμαστε) | αναπαυθήκαμε, αναπαυτήκαμε |
2 pl | αναπαύατε | αναπαύσατε, αναπάψατε | αναπαυόσασταν, (‑όσαστε) | αναπαυθήκατε, αναπαυτήκατε |
3 pl | ανέπαυαν, αναπαύαν(ε), ανάπαυαν | ανέπαυσαν, ανάπαυσαν, αναπαύσαν(ε), ανάπαψαν, αναπάψαν(ε) | αναπαύονταν, (αναπαυόντουσαν) | αναπαύθηκαν, αναπαυθήκαν(ε), αναπαύτηκαν, αναπαυτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αναπαύω ➤ | θα αναπαύσω / αναπάψω ➤ | θα αναπαύομαι ➤ | θα αναπαυθώ / αναπαυτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναπαύεις, … | θα αναπαύσεις / αναπάψεις, … | θα αναπαύεσαι, … | θα αναπαυθείς / αναπαυτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναπαύσει / αναπάψει έχω, έχεις, … αναπαυμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αναπαυθεί / αναπαυτεί είμαι, είσαι, … αναπαυμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναπαύσει / αναπάψει είχα, είχες, … αναπαυμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αναπαυθεί / αναπαυτεί ήμουν, ήσουν, … αναπαυμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναπαύσει / αναπάψει θα έχω, θα έχεις, … αναπαυμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αναπαυθεί / αναπαυτεί θα είμαι, θα είσαι, … αναπαυμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανάπαυε | ανάπαυσε, ανάπαυσε, ανάπαψε / ανάπαυ' 3 | — | αναπαύσου, αναπάψου |
2 pl | αναπαύετε | αναπαύστε, αναπάψτε / αναπαύτε4 | αναπαύεστε | αναπαυθείτε, αναπαυτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αναπαύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αναπαύσει / αναπάψει ➤ | αναπαυμένος, -η, -ο (αναπαμένος, -η, -ο) ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αναπαύσει, αναπάψει | αναπαυθεί, αναπαυτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Active forms with < ψ > are colloquial. 2. Active past forms (ανα-) without the internal augment < ε > are colloquial. 3. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. ανάπαυ' το ("rest, relax it!"). 4. Colloquial. • Active forms with -αυσ- and passive with -αυθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- and see: παύω (pávo, “pause, cease”)
- ανάπαυση f (anápafsi, “rest, peace, repose, comfort”)
- αναπαυτήριο n (anapaftírio, “retreat, resting place”)
- αναπαυτικά (anapaftiká, “restfully, cosily”, adverb)
- αναπαυτικός (anapaftikós, “restful, cosy”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.