αναπαυτικός
Greek
Adjective
αναπαυτικός • (anapaftikós) m (feminine αναπαυτική, neuter αναπαυτικό)
Declension
Declension of αναπαυτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπαυτικός • | αναπαυτική • | αναπαυτικό • | αναπαυτικοί • | αναπαυτικές • | αναπαυτικά • |
genitive | αναπαυτικού • | αναπαυτικής • | αναπαυτικού • | αναπαυτικών • | αναπαυτικών • | αναπαυτικών • |
accusative | αναπαυτικό • | αναπαυτική • | αναπαυτικό • | αναπαυτικούς • | αναπαυτικές • | αναπαυτικά • |
vocative | αναπαυτικέ • | αναπαυτική • | αναπαυτικό • | αναπαυτικοί • | αναπαυτικές • | αναπαυτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναπαυτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναπαυτικός, etc.) |
Related terms
- see: αναπαύω (anapávo, “to give a rest, to give comfort”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.