αναζητάω
See also: ἀναζητέω
Greek
Alternative forms
- αναζητώ (anazitó) (more formal but frequent, conjugating in the second forms with -είς, -εί, ...)
Etymology
From the modern αναζητ(ώ) + -άω (-áo), from Ancient Greek ἀναζητῶ (anazētô), contracted form of ἀναζητέω (anazētéō).[1] By surface analysis, ανα- (ana-, “re-”) + ζητάω (zitáo, “look for, ask”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.na.ziˈta.o/
- Hyphenation: α‧να‧ζη‧τά‧ω
Verb
αναζητάω • (anazitáo) / αναζητώ (past αναζήτησα, passive αναζητούμαι/αναζητιέμαι, p‑past αναζητήθηκα, ppp αναζητημένος)
Conjugation
αναζητάω, αναζητιέμαι - αναζητώ, αναζητούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αναζητάω - αναζητώ1 | αναζητήσω | αναζητιέμαι - αναζητούμαι1 | αναζητηθώ |
2 sg | αναζητάς - αναζητείς | αναζητήσεις | αναζητιέσαι - αναζητείσαι | αναζητηθείς |
3 sg | αναζητάει, αναζητά - αναζητεί | αναζητήσει | αναζητιέται - αναζητείται | αναζητηθεί |
1 pl | αναζητάμε - αναζητούμε | αναζητήσουμε, [-ομε] | αναζητιόμαστε - αναζητούμαστε | αναζητηθούμε |
2 pl | αναζητάτε - αναζητείτε | αναζητήσετε | αναζητιέστε, (‑ιόσαστε) - αναζητείστε, {αναζητείσθε} | αναζητηθείτε |
3 pl | αναζητάνε, αναζητάν, αναζητούν(ε) | αναζητήσουν(ε) | αναζητιούνται, (‑ιόνται) - αναζητούνται | αναζητηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αναζητούσα, αναζήταγα | αναζήτησα | αναζητιόμουν(α) - [αναζητούμουν]1 2 | αναζητήθηκα |
2 sg | αναζητούσες, αναζήταγες | αναζήτησες | αναζητιόσουν(α) - [αναζητούσουν]2 | αναζητήθηκες |
3 sg | αναζητούσε, αναζήταγε | αναζήτησε | αναζητιόταν(ε) - αναζητούνταν, {αναζητείτο}, [{ανεζητείτο}] | αναζητήθηκε |
1 pl | αναζητούσαμε, αναζητάγαμε | αναζητήσαμε | αναζητιόμασταν, (‑ιόμαστε) - αναζητούμασταν, (‑ούμαστε) | αναζητηθήκαμε |
2 pl | αναζητούσατε, αναζητάγατε | αναζητήσατε | αναζητιόσασταν, (‑ιόσαστε) - [αναζητούσασταν, (‑ούσαστε)]2 | αναζητηθήκατε |
3 pl | αναζητούσαν(ε), αναζήταγαν, αναζητάγανε | αναζήτησαν, αναζητήσαν(ε) | αναζητιόνταν(ε), αναζητιόντουσαν, αναζητιούνταν - αναζητούνταν, {αναζητούντο}, [{ανεζητούντο}] | αναζητήθηκαν, αναζητηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αναζητάω, θα αναζητώ ➤ | θα αναζητήσω ➤ | θα αναζητιέμαι - αναζητούμαι ➤ | θα αναζητηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναζητάς - αναζητείς, … | θα αναζητήσεις, … | θα αναζητιέσαι - αναζητείσαι, … | θα αναζητηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναζητήσει έχω, έχεις, … αναζητημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αναζητηθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναζητήσει είχα, είχες, … αναζητημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αναζητηθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναζητήσει θα έχω, θα έχεις, … αναζητημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αναζητηθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αναζήτα, αναζήταγε | αναζήτησε, αναζήτα | — | αναζητήσου |
2 pl | αναζητάτε - αναζητείτε | αναζητήστε | αναζητιέστε - αναζητείστε, {αναζητείσθε} | αναζητηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αναζητώντας ➤ | αναζητούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αναζητήσει ➤ | αναζητημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αναζητήσει | αναζητηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class A (with -α, -ιέμαι endings), but also the more formal Class B (with -είς, -ούμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual. • The conjugation of the first passive present endings in -ιέμαι is informal but less frequent for this verb. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- (search): ερευνώ (erevnó)
Related terms
- αναζήτηση f (anazítisi, “hunt, pursuit”)
References
- αναζητάω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.