αναζητημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αναζητούμαι (anazitoúmai), passive voice of αναζητώ (“seek, search for”) and of αναζητιέμαι (anazitiémai), passive voice of αναζητάω / αναζητώ. Morphologically, ανα- (ana-, “re-”) + ζητημένος (zitiménos, “sought”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.na.zi.tiˈme.nos/
- Hyphenation: α‧να‧ζη‧τη‧μέ‧νος
Declension
Declension of αναζητημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναζητημένος • | αναζητημένη • | αναζητημένο • | αναζητημένοι • | αναζητημένες • | αναζητημένα • |
genitive | αναζητημένου • | αναζητημένης • | αναζητημένου • | αναζητημένων • | αναζητημένων • | αναζητημένων • |
accusative | αναζητημένο • | αναζητημένη • | αναζητημένο • | αναζητημένους • | αναζητημένες • | αναζητημένα • |
vocative | αναζητημένε • | αναζητημένη • | αναζητημένο • | αναζητημένοι • | αναζητημένες • | αναζητημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναζητημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναζητημένος, etc.) |
Related terms
- ζητημένος (zitiménos, “in demand, sought”, participle)
Further reading
- αναζητημένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.