αλληλοσυγκρούομαι
Greek
Etymology
αλληλο- (allilo-, “inter-”) + συγκρούομαι (sygkroúomai, “collide”) or αλληλο- (allilo-, “inter- (mutual)”) + συγ- (-συν-) (syg- (-syn-), “cο- (together)”) + κρούω (kroúo, “to hit”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.li.lo.siŋ.ˈɡru.o.me/
- Hyphenation: αλ‧λη‧λο‧συ‧γκρού‧ο‧μαι
Verb
αλληλοσυγκρούομαι • (allilosygkroúomai) deponent (past αλληλοσυγκρούστηκα) found in the plural
Usage notes
- Usually found in plural forms.
Conjugation
αλληλοσυγκρούομαι (deponent: passive forms only - usually in the plural)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | αλληλοσυγκρούομαι | αλληλοσυγκρουστώ |
2 sg | αλληλοσυγκρούεσαι | αλληλοσυγκρουστείς |
3 sg | αλληλοσυγκρούεται | αλληλοσυγκρουστεί |
1 pl | αλληλοσυγκρουόμαστε | αλληλοσυγκρουστούμε |
2 pl | αλληλοσυγκρούεστε, αλληλοσυγκρουόσαστε | αλληλοσυγκρουστείτε |
3 pl | αλληλοσυγκρούονται | αλληλοσυγκρουστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | αλληλοσυγκρουόμουν(α) | αλληλοσυγκρούστηκα |
2 sg | αλληλοσυγκρουόσουν(α) | αλληλοσυγκρούστηκες |
3 sg | αλληλοσυγκρουόταν(ε) | αλληλοσυγκρούστηκε |
1 pl | αλληλοσυγκρουόμασταν, (‑όμαστε) | αλληλοσυγκρουστήκαμε |
2 pl | αλληλοσυγκρουόσασταν, (‑όσαστε) | αλληλοσυγκρουστήκατε |
3 pl | αλληλοσυγκρούονταν, (αλληλοσυγκρουόντουσαν) | αλληλοσυγκρούστηκαν, αλληλοσυγκρουστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα αλληλοσυγκρούομαι ➤ | θα αλληλοσυγκρουστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αλληλοσυγκρούεσαι, … | θα αλληλοσυγκρουστείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αλληλοσυγκρουστεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αλληλοσυγκρουστεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αλληλοσυγκρουστεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | — |
2 pl | αλληλοσυγκρούεστε | αλληλοσυγκρουστείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | αλληλοσυγκρουόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | αλληλοσυγκρουστεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• Usually found in plural. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Derived terms
- αλληλοσυγκρουόμενος (allilosygkrouómenos, “conflicting with each other”, passive present participle)
Related terms
- συγκρούομαι (sygkroúomai, “collide”)
- and see: κρούω (kroúo, “strike”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.