αλαφρός
Greek
Adjective
αλαφρός • (alafrós) m (feminine αλαφρή, neuter αλαφρό)
- Alternative form of ελαφρός (elafrós)
Declension
Declension of αλαφρός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλαφρός • | αλαφρή • | αλαφρό • | αλαφροί • | αλαφρές • | αλαφρά • |
genitive | αλαφρού • | αλαφρής • | αλαφρού • | αλαφρών • | αλαφρών • | αλαφρών • |
accusative | αλαφρό • | αλαφρή • | αλαφρό • | αλαφρούς • | αλαφρές • | αλαφρά • |
vocative | αλαφρέ • | αλαφρή • | αλαφρό • | αλαφροί • | αλαφρές • | αλαφρά • |
Related terms
- αλαφρά (alafrá, “lightly”)
- αλαφράδα f (alafráda, “lightness”)
- αλαφραίνω (alafraíno, “to lighten cargo”)
- αλαφροδάχτυλος (alafrodáchtylos, “light-fingered”)
- αλαφροζυγιάζομαι (alafrozygiázomai, “to hover”)
- αλαφροΐσκιωτος (alafroḯskiotos, “fey, unworldly”)
- αλαφρόμυαλος (alafrómyalos, “lightheaded”)
- αλαφροπατώ (alafropató, “to walk lightly”)
- αλαφρόπετρα f (alafrópetra, “pumice”)
- αλαφροπόδης (alafropódis, “lightfooted”)
- αλαφροχέρης (alafrochéris, “light-handed”)
- αλάφρωμα n (aláfroma, “respite”)
- αλαφρώνω (alafróno, “to lighten”)
- and see: ελαφρός (elafrós, “light”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.