αλαφροχέρης
Greek
Declension
Declension of αλαφροχέρης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλαφροχέρης • | αλαφροχέρα • | αλαφροχέρικο • | αλαφροχέρηδες • | αλαφροχέρες • | αλαφροχέρικα • |
genitive | αλαφροχέρη • | αλαφροχέρας • | αλαφροχέρικου • | αλαφροχέρηδων • | — | αλαφροχέρικων • |
accusative | αλαφροχέρη • | αλαφροχέρα • | αλαφροχέρικο • | αλαφροχέρηδες • | αλαφροχέρες • | αλαφροχέρικα • |
vocative | αλαφροχέρη • | αλαφροχέρα • | αλαφροχέρικο • | αλαφροχέρηδες • | αλαφροχέρες • | αλαφροχέρικα • |
Related terms
- see: αλαφρός (alafrós, “soft, light”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.