αλαφροΐσκιωτος
Greek
Adjective
αλαφροΐσκιωτος • (alafroḯskiotos) m (feminine αλαφροΐσκιωτη, neuter αλαφροΐσκιωτο)
- fey, unworldly, with supernatural powers
Declension
Declension of αλαφροΐσκιωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλαφροΐσκιωτος • | αλαφροΐσκιωτη • | αλαφροΐσκιωτο • | αλαφροΐσκιωτοι • | αλαφροΐσκιωτες • | αλαφροΐσκιωτα • |
genitive | αλαφροΐσκιωτου • | αλαφροΐσκιωτης • | αλαφροΐσκιωτου • | αλαφροΐσκιωτων • | αλαφροΐσκιωτων • | αλαφροΐσκιωτων • |
accusative | αλαφροΐσκιωτο • | αλαφροΐσκιωτη • | αλαφροΐσκιωτο • | αλαφροΐσκιωτους • | αλαφροΐσκιωτες • | αλαφροΐσκιωτα • |
vocative | αλαφροΐσκιωτε • | αλαφροΐσκιωτη • | αλαφροΐσκιωτο • | αλαφροΐσκιωτοι • | αλαφροΐσκιωτες • | αλαφροΐσκιωτα • |
Related terms
- see: αλαφρός (alafrós, “soft, light”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.