άδικος
See also: ἄδικος
Greek
Etymology
Inherited from Ancient Greek ἄδικος (ádikos).
Pronunciation
- IPA(key): /ˈa.ði.kos/ compare to αδίκως (adíkos)
- Hyphenation: ά‧δι‧κος
Declension
Declension of άδικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άδικος • | άδικη • | άδικο • | άδικοι • | άδικες • | άδικα • |
genitive | άδικου • | άδικης • | άδικου • | άδικων • | άδικων • | άδικων • |
accusative | άδικο • | άδικη • | άδικο • | άδικους • | άδικες • | άδικα • |
vocative | άδικε • | άδικη • | άδικο • | άδικοι • | άδικες • | άδικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άδικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άδικος, etc.) |
Derived terms
- σαν την άδικη κατάρα (san tin ádiki katára, “like a blue-arsed fly”) (literally, like the unfair curse)
Related terms
- άδικα (ádika, “wrongly”, adverb)
- άδικο n (ádiko, “wrong”)
- αδίκαστος (adíkastos, “untried”)
- αδίκαστος (adíkastos, “untried”)
- αδίκημα n (adíkima, “offence”)
- αδικήτρια f (adikítria, “offender”)
- αδικία f (adikía, “wrong, inequity, injustice”)
- αδικημένος (adikiménos, “wronged, offended”)
- αδικητής m (adikitís, “offender”)
- αδικοπραγία f (adikopragía, “malfeasance, tort”)
- αδικοπραξία f (adikopraxía, “malfeasance, tort”)
- αδικοπραγώ (adikopragó, “to do wrong,to wrong”)
- αδικοχαμένος (adikochaménos, “die prematurely”)
- αδικώ (adikó, “do injustice”)
- αδίκως (adíkos, “do injustice”, formal adverb)
Further reading
- άδικος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- άδικος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.