άγιος

See also: ἅγιος and Άγιος

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἅγιος (hágios).

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈa.ʝi.os/ (formal, more often for the noun)
    (file)
    (trisyllabic)
    Hyphenation: ά‧γι‧ος
  • IPA(key): /ˈa.ʝos/ (familiar)
    (file)
    (bisyllabic, with synizesis)
    Hyphenation: ά‧γιος

Adjective

άγιος • (ágios) m (feminine αγία or άγια, neuter άγιο)

  1. holy, saintly
  2. Saint
    1. used in the names of churches and places Άγιος (Ágios)
  3. address for priests
  4. (figuratively) a pious person

Declension

Synonyms

  • ιερός (ierós, holy, sanctified)
  • όσιος (ósios)
  • σεπτός (septós)

Derived terms

  • αϊ- m (aï-, Saint) (of male Saints)
  • Αϊ- m (Aï-, Saint) (of churches and placenames)
  • αγια- f (agia-, Saint) (of female Saints)
  • Αγια- f (Agia-, Saint) (of churches and placenames)
  • αγιο- (agio-, holy, prefix)
  • also see at Noun
Expressions for άγιος (Saint)
Expressions (religion) with trisyllabic pronunciation:
  • Αγία Γραφή f (Agía Grafí, Holy Scripture)
  • Άγια Δώρα n (Ágia Dóra)
  • Αγία Έδρα f (Agía Édra)
  • Αγία Ζώνη f (Agía Zóni)
  • αγία μετάληψη f (agía metálipsi)
  • Αγία Οικογένεια f (Agía Oikogéneia, holy family)
  • αγία ράβδος f (agía rávdos)
  • Αγία Σοφία f (Agía Sofía, Hagia Sophia -church-)
  • αγία του Θεού Σοφία f (agía tou Theoú Sofía, holy Wisdom of God)
  • Αγία Τράπεζα f (Agía Trápeza)
  • Αγία Τριάδα f (Agía Triáda, Holy Trinity)
  • Άγιο Πνεύμα n (Ágio Pnévma, Holy Spirit)
  • άγιο φως n (ágio fos)
  • Άγιοι Τόποι m pl (Ágioi Tópoi, Holy Lands)
  • άγιος άρτος n (ágios ártos)
  • Άγιος Τάφος m (Ágios Táfos, Holy Sepulchre)
  • του αγίου Ποτέ (tou agíou Poté, on St Nobody's day -i.e. never-)
Expressions with bisyllabic pronunciation only:
  • αγια- f (agia-, Saint), Αγια- f (Agia-, Saint -of church-)
  • Αγια-Σοφιά f (Agia-Sofiá, Hagia-Sophia)
Expressions with both pronunciations:
  • δουλειά κι άγιος ο Θεός (douleiá ki ágios o Theós)
  • καλά και άγια (kalá kai ágia)
  • καλός και άγιος (kalós kai ágios)
  • κι άγιος ο Θεός (ki ágios o Theós)

Noun

άγιος • (ágios) m (plural άγιοι, feminine αγία) (neuter: άγιο)

  1. saint
    Η γιαγιά μου διάβαζε βίους αγίων.
    I giagiá mou diávaze víous agíon.
    My grandmother used to read Lives of Saints.
    1. for names of Saints see Άγιος (Ágios)
  2. (figuratively) person with a saint's characteristics (patience, love, piousness)
    Ο δάσκαλός μου είναι ένας άγιος. Πώς με αντέχει; Κάνω συνεχώς λάθη.
    O dáskalós mou eínai énas ágios. Pós me antéchei? Káno synechós láthi.
    My teacher is a saint. How does he put up with me? I keep making mistakes.

Declension

Pronunciation trisyllabic. Compare to the adjective's declension

Derived terms

With both pronunciations:

Expressions:
  • είχα άγιο (eícha ágio)
  • κολάζω και άγιο (kolázo kai ágio)
  • μα τον άγιο (ma ton ágio)
  • τα άγια των αγίων (ta ágia ton agíon)
  • τον έκανα άγιο (ton ékana ágio)
Proverbs:
  • και ο άγιος φοβέρα θέλει (kai o ágios fovéra thélei)
  • μην τάξεις τ' άγιου κερί (min táxeis t' ágiou kerí)

Only with trisyllabic pronunciation:

  • δεν δίνω του αγίου μου νερό (den díno tou agíou mou neró)
  • τα άγια τοις κυσί (ta ágia tois kysí) (archaic)

See also

References

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.