στρατιωτικός
Greek
Adjective
στρατιωτικός • (stratiotikós) m (feminine στρατιωτική, neuter στρατιωτικό)
- military (describing members of the armed forces)
Declension
Declension of στρατιωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στρατιωτικός • | στρατιωτική • | στρατιωτικό • | στρατιωτικοί • | στρατιωτικές • | στρατιωτικά • |
genitive | στρατιωτικού • | στρατιωτικής • | στρατιωτικού • | στρατιωτικών • | στρατιωτικών • | στρατιωτικών • |
accusative | στρατιωτικό • | στρατιωτική • | στρατιωτικό • | στρατιωτικούς • | στρατιωτικές • | στρατιωτικά • |
vocative | στρατιωτικέ • | στρατιωτική • | στρατιωτικό • | στρατιωτικοί • | στρατιωτικές • | στρατιωτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στρατιωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στρατιωτικός, etc.) |
Related terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)
Declension
declension of στρατιωτικός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | στρατιωτικός • | στρατιωτικοί • |
genitive | στρατιωτικού • | στρατιωτικών • |
accusative | στρατιωτικό • | στρατιωτικούς • |
vocative | στρατιωτικέ • | στρατιωτικοί • |
Synonyms
- εξυπηρετητής m (exypiretitís)
Related terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)
Further reading
- στρατιωτικός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.