αγιοποιημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αγιοποιούμαι (agiopoioúmai), passive voice of αγιοποιώ (“sanctify”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.ʝi.o.pi.i.ˈme.nos/
- Hyphenation: α‧γι‧ο‧ποι‧η‧μέ‧νος
Participle
αγιοποιημένος • (agiopoiiménos) m (feminine αγιοποιημένη, neuter αγιοποιημένο)
Declension
Declension of αγιοποιημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγιοποιημένος • | αγιοποιημένη • | αγιοποιημένο • | αγιοποιημένοι • | αγιοποιημένες • | αγιοποιημένα • |
genitive | αγιοποιημένου • | αγιοποιημένης • | αγιοποιημένου • | αγιοποιημένων • | αγιοποιημένων • | αγιοποιημένων • |
accusative | αγιοποιημένο • | αγιοποιημένη • | αγιοποιημένο • | αγιοποιημένους • | αγιοποιημένες • | αγιοποιημένα • |
vocative | αγιοποιημένε • | αγιοποιημένη • | αγιοποιημένο • | αγιοποιημένοι • | αγιοποιημένες • | αγιοποιημένα • |
Related terms
- see: άγιος m (ágios, “saint”)
See also
Polytonic spelling: ἁγιοποιημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.