ημέρα (język nowogrecki)
- wymowa:
- IPA: [i.ˈme.ra]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj żeński
- (1.1) zob. μέρα
- odmiana:
- (1.1) F25: lp D. ημέρας; lm ημέρες, D. ημερών
- przykłady:
- składnia:
- kolokacje:
- (1.1) εργάσιμη ημέρα → dzień roboczy
- synonimy:
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. εφημερίδα, εφημέριος, εφήμερο, ημερίδα, καθημερινή, μακροημέρευση, ξημέρωμα, σήμερα, υπερημερία, καλημέρα, μέρα
- czas. ξημερώνω
- przym. αξημέρωτος, ημερήσιος, καθημερινός
- przysł. ανήμερα, αυθημερόν, σήμερα
- tem. słow. ημερο-, -ημερία, -ήμερος, -ήμερο
- związki frazeologiczne:
- ήρωας της ημέρας • μια μέρα των ημερών • μία ημέρα των ημερών • πλήρης ημερών
- etymologia:
- (1.1) gr. ἡμέρα
- uwagi:
- jest różnica pomiędzy „η μέρα” a „ημέρα”, mimo że dźwięk, czasami, jest taki sam
- źródła:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.