χολερικός
Greek
Adjective
χολερικός • (cholerikós) m (feminine χολερική, neuter χολερικό)
- (pathology) relating to cholera, choleraic
- Antonym: αντιχολερικός (anticholerikós)
Declension
Declension of χολερικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χολερικός • | χολερική • | χολερικό • | χολερικοί • | χολερικές • | χολερικά • |
genitive | χολερικού • | χολερικής • | χολερικού • | χολερικών • | χολερικών • | χολερικών • |
accusative | χολερικό • | χολερική • | χολερικό • | χολερικούς • | χολερικές • | χολερικά • |
vocative | χολερικέ • | χολερική • | χολερικό • | χολερικοί • | χολερικές • | χολερικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χολερικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χολερικός, etc.) |
Related terms
- see: χολέρα f (choléra, “cholera”)
Further reading
- Χολέρα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.