φορέω

Ancient Greek

Etymology

From φέρω (phérō, to bear, carry; to bring, fetch) + -έω (-éō, frequentative verbal suffix); from Proto-Hellenic *pʰoréyō, from Proto-Indo-European *bʰoréyeti. Cognate with Sanskrit भारयति (bhāráyati).

Pronunciation

 

Verb

φορέω • (phoréō)

  1. frequentative of φέρω (phérō):
    1. bear repeatedly or habitually
      1. bear constantly, wear (of clothing, armor, etc.)
      2. bear, hold, have, possess (of a certain feature or quality of mind or body)
      3. bear, suffer
      4. extend, last (of time)
    2. (passive voice) be borne along, be stormtossed
      1. be carried away, be shifted
    3. (middle voice) fetch for oneself, fetch regularly

Inflection

Derived terms

  • βοτρῠοφορέω (botruophoréō)
  • βᾰῐ̈οφορέω (baïophoréō)
  • γηροφορέω (gērophoréō)
  • γρᾰμμᾰτοφορέω (grammatophoréō)
  • γᾰστροφορέω (gastrophoréō)
  • δᾳδοφορέω (dāidophoréō)
  • δενδροφορέω (dendrophoréō)
  • δερμᾰτοφορέω (dermatophoréō)
  • δορῠφορέω (doruphoréō)
  • δωροφορέω (dōrophoréō)
  • δᾰσμοφορέω (dasmophoréō)
  • δᾰφνηφορέω (daphnēphoréō)
  • δῐφορέω (diphoréō)
  • δῐφροφορέω (diphrophoréō)
  • δῐχοφορέω (dikhophoréō)
  • δῐᾰφορέω (diaphoréō)
  • δῠσφορέω (dusphoréō)
  • ἑδνοφορέω (hednophoréō)
  • εἰδοφορέω (eidophoréō)
  • εἰσφορέω (eisphoréō)
  • ἐκφορέω (ekphoréō)
  • ἐκφῠλλοφορέω (ekphullophoréō)
  • ἐμφορέω (emphoréō)
  • ἐνειδοφορέω (eneidophoréō)
  • ἐνῐαυτοφορέω (eniautophoréō)
  • ἐπεισφορέω (epeisphoréō)
  • ἐπετειοφορέω (epeteiophoréō)
  • ἐπῐρρᾰβδοφορέω (epirrhabdophoréō)
  • ἐπῐφορέω (epiphoréō)
  • ἐρρηφορέω (errhēphoréō)
  • εὐφορέω (euphoréō)
  • ζωοφορέω (zōophoréō)
  • ζῠγοφορέω (zugophoréō)
  • θεοφορέω (theophoréō)
  • θᾰλλοφορέω (thallophoréō)
  • θῠρεοφορέω (thureophoréō)
  • θῠρσοφορέω (thursophoréō)
  • θῡλᾰκοφορέω (thūlakophoréō)
  • καυλοφορέω (kaulophoréō)
  • κερνοφορέω (kernophoréō)
  • κερᾰσφορέω (kerasphoréō)
  • κηροφορέω (kērophoréō)
  • κλειδοφορέω (kleidophoréō)
  • κλοποφορέω (klopophoréō)
  • κλᾰδηφορέω (kladēphoréō)
  • κοπροφορέω (koprophoréō)
  • κροκωτοφορέω (krokōtophoréō)
  • κωδωνοφορέω (kōdōnophoréō)
  • κᾰλᾰμηφορέω (kalamēphoréō)
  • κᾰνηφορέω (kanēphoréō)
  • κᾰρποφορέω (karpophoréō)
  • κᾰτᾰφορέω (kataphoréō)
  • κῐσσοφορέω (kissophoréō)
  • κῐστᾱφορέω (kistāphoréō)
  • κῑονοφορέω (kīonophoréō)
  • κῠοφορέω (kuophoréō)
  • λευκοφορέω (leukophoréō)
  • λουτροφορέω (loutrophoréō)
  • λᾰμπᾰδηφορέω (lampadēphoréō)
  • λᾰρκοφορέω (larkophoréō)
  • λῐθοφορέω (lithophoréō)
  • λῐκνοφορέω (liknophoréō)
  • λῠχνοφορέω (lukhnophoréō)
  • μελᾰνοφορέω (melanophoréō)
  • μετᾰφορέω (metaphoréō)
  • μηλοφορέω (mēlophoréō)
  • μονειμοφορέω (moneimophoréō)
  • μᾰστῑγοφορέω (mastīgophoréō)
  • μᾰχαιροφορέω (makhairophoréō)
  • μῐσθοφορέω (misthophoréō)
  • μῐτρηφορέω (mitrēphoréō)
  • μῐτροφορέω (mitrophoréō)
  • νεκροφορέω (nekrophoréō)
  • νωτοφορέω (nōtophoréō)
  • νῑκηφορέω (nīkēphoréō)
  • ξῐφηφορέω (xiphēphoréō)
  • ξῠλοφορέω (xulophoréō)
  • ξῠροφορέω (xurophoréō)
  • ξῠστοφορέω (xustophoréō)
  • οἰνοφορέω (oinophoréō)
  • ὀλονθοφορέω (olonthophoréō)
  • ὀλῠνθοφορέω (olunthophoréō)
  • ὁπλοφορέω (hoplophoréō)
  • ὀπωροφορέω (opōrophoréō)
  • ὀστρᾰκοφορέω (ostrakophoréō)
  • παιδοφορέω (paidophoréō)
  • περῐφορέω (periphoréō)
  • πηλοφορέω (pēlophoréō)
  • πληροφορέω (plērophoréō)
  • πλῐνθοφορέω (plinthophoréō)
  • πολῠφορέω (poluphoréō)
  • προσεμφορέω (prosemphoréō)
  • προσεπεισφορέω (prosepeisphoréō)
  • προσφορέω (prosphoréō)
  • πρωτοφορέω (prōtophoréō)
  • πτορθοφορέω (ptorthophoréō)
  • πᾰρᾰφορέω (paraphoréō)
  • πῑλοφορέω (pīlophoréō)
  • πῠργοφορέω (purgophoréō)
  • πῠροφορέω (purophoréō)
  • πῡροφορέω (pūrophoréō)
  • πῡρφορέω (pūrphoréō)
  • ῥᾰβδοφορέω (rhabdophoréō)
  • ῥᾰκοφορέω (rhakophoréō)
  • ῥῠποφορέω (rhupophoréō)
  • ῥῠπᾰροφορέω (rhuparophoréō)
  • σκευηφορέω (skeuēphoréō)
  • σκευοφορέω (skeuophoréō)
  • σκηπτροφορέω (skēptrophoréō)
  • σκᾰφηφορέω (skaphēphoréō)
  • σκῐᾰδηφορέω (skiadēphoréō)
  • σκῐᾰδοφορέω (skiadophoréō)
  • σκῠτᾰληφορέω (skutalēphoréō)
  • σπερμοφορέω (spermophoréō)
  • σπονδηφορέω (spondēphoréō)
  • σπονδοφορέω (spondophoréō)
  • στεμμᾰτηφορέω (stemmatēphoréō)
  • στερνοφορέω (sternophoréō)
  • στεφηφορέω (stephēphoréō)
  • στεφᾰνηφορέω (stephanēphoréō)
  • στεφᾰνοφορέω (stephanophoréō)
  • στᾰχῠηφορέω (stakhuēphoréō)
  • στᾰχῠοφορέω (stakhuophoréō)
  • στῐγμᾰτηφορέω (stigmatēphoréō)
  • σᾰγηφορέω (sagēphoréō)
  • σᾰκκοφορέω (sakkophoréō)
  • σῐδηροφορέω (sidērophoréō)
  • σῐνδονοφορέω (sindonophoréō)
  • σῑτοφορέω (sītophoréō)
  • σῠμφορέω (sumphoréō)
  • σῡκοφορέω (sūkophoréō)
  • τελεσφορέω (telesphoréō)
  • τηβεννοφορέω (tēbennophoréō)
  • τοιχοφορέω (toikhophoréō)
  • τοκοφορέω (tokophoréō)
  • τοξοφορέω (toxophoréō)
  • τροπαιοφορέω (tropaiophoréō)
  • τροποφορέω (tropophoréō)
  • τροφοφορέω (trophophoréō)
  • τρῐβωνοφορέω (tribōnophoréō)
  • τρῐποδηφορέω (tripodēphoréō)
  • τρῐφορέω (triphoréō)
  • τρῐχοφορέω (trikhophoréō)
  • φόρεσῐς (phóresis)
  • φόρησῐς (phórēsis)
  • φορμοφορέω (phormophoréō)
  • φοροφορέω (phorophoréō)
  • φορτοφορέω (phortophoréō)
  • φωσφορέω (phōsphoréō)
  • φᾰεσφορέω (phaesphoréō)
  • φᾰλληφορέω (phallēphoréō)
  • φᾰλλοφορέω (phallophoréō)
  • φῠλλοφορέω (phullophoréō)
  • χλοηφορέω (khloēphoréō)
  • χλᾰμῠδοφορέω (khlamudophoréō)
  • χοιροφορέω (khoirophoréō)
  • χοοφορέω (khoophoréō)
  • χρῡσοφορέω (khrūsophoréō)
  • χωφορέω (khōphoréō)
  • ψηφηφορέω (psēphēphoréō)
  • ψηφοφορέω (psēphophoréō)
  • ᾠοφορέω (ōiophoréō)
  • ὠσχοφορέω (ōskhophoréō)
  • ᾰ̓γγελῐᾱφορέω (angeliāphoréō)
  • ᾰ̓γγᾰροφορέω (angarophoréō)
  • ᾰ̓γᾰλμᾰτοφορέω (agalmatophoréō)
  • ᾰ̓εθλοφορέω (aethlophoréō)
  • ᾰ̓κᾰνθοφορέω (akanthophoréō)
  • ᾰ̓μφορεᾱφορέω (amphoreāphoréō)
  • ᾰ̓νθοφορέω (anthophoréō)
  • ᾰ̓νωφορέω (anōphoréō)
  • ᾰ̓νᾰγκοφορέω (anankophoréō)
  • ᾰ̓νᾰφορέω (anaphoréō)
  • ᾰ̓πεκφορέω (apekphoréō)
  • ᾰ̓ποφορέω (apophoréō)
  • ᾰ̓ροτροφορέω (arotrophoréō)
  • ᾰ̓ρρηφορέω (arrhēphoréō)
  • ᾰ̓σκοφορέω (askophoréō)
  • ᾰ̓σπῐδοφορέω (aspidophoréō)
  • ᾰ̓στρᾰπηφορέω (astrapēphoréō)
  • ᾰ̓σῐλλοφορέω (asillophoréō)
  • ᾰ̓φορέω (aphoréō)
  • ᾰ̓χθηφορέω (akhthēphoréō)
  • ᾰ̓χθοφορέω (akhthophoréō)
  • ῐ̓χθῠοφορέω (ikhthuophoréō)
  • ῠ̔δροφορέω (hudrophoréō)
  • ῠ̔ληφορέω (hulēphoréō)
  • ῠ̔λοφορέω (hulophoréō)
  • ῠ̔περφορέω (huperphoréō)
  • ῠ̔ποδυσφορέω (hupodusphoréō)
  • ῠ̔ποφορέω (hupophoréō)

Descendants

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.