υπερήπειρος
Greek
Noun
υπερήπειρος • (yperípeiros) f (plural υπερήπειροι)
- supercontinent
- Η Γη ήταν μία υπερήπειρο, η Παγγαία.
- I Gi ítan mía yperípeiro, i Pangaía.
- The Earth used to be a supercontinent, Pangaea.
Declension
declension of υπερήπειρος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | υπερήπειρος • | υπερήπειροι • |
genitive | υπερηπείρου • | υπερηπείρων • |
accusative | υπερήπειρο • | υπερηπείρους • |
vocative | υπερήπειρε •, υπερήπειρο • | υπερήπειροι • |
Further reading
- Παγγαία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.