τριγωνομετρία
Greek
Etymology
From τρίγωνον (trígōnon, “triangle”) + -μετρία (-metría, “measure”), from μέτρον (métron, “measurement”) + -ια (-ia, “-y”).
Declension
declension of τριγωνομετρία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | τριγωνομετρία • | τριγωνομετρίες • |
genitive | τριγωνομετρίας • | τριγωνομετριών • |
accusative | τριγωνομετρία • | τριγωνομετρίες • |
vocative | τριγωνομετρία • | τριγωνομετρίες • |
See also
- see: μαθηματικά n pl (mathimatiká, “mathematics”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.