τραγουδάω
Greek
Alternative forms
- τραγουδώ (tragoudó)
Etymology
τραγουδ-ώ (tragoud-ó) + -άω (-áo). From Byzantine Greek τραγουδῶ (tragoudô), from Ancient Greek τρᾰγῳδῶ (tragōidô, “act a tragedy; make famous”). See τραγῳδίᾱ (tragōidíā), English tragedy.
Pronunciation
- IPA(key): /tɾa.ɣuˈða.o/
- Hyphenation: τρα‧γου‧δά‧ω
Verb
τραγουδάω • (tragoudáo) / τραγουδώ (past τραγούδησα, passive τραγουδιέμαι, p‑past τραγουδήθηκα, ppp τραγουδισμένος)[1]
- (most senses) to sing
- Δεν τραγουδάω ωραία, είμαι φάλτσος.
- Den tragoudáo oraía, eímai fáltsos.
- I don't sing well, I am out of tune.
- Ο αδερφός της τραγουδάει σε νυχτερινό κέντρο.
- O aderfós tis tragoudáei se nychterinó kéntro.
- Her brother sings in a nightclub.
- (intransitive, of birds) to chirp, tweet
- Με ενοχλεί παρά πολύ όταν τραγουδάνε πρωί πρωί αυτά τα πουλιά!
- Me enochleí pará polý ótan tragoudáne proḯ proḯ aftá ta pouliá!
- It bothers me greatly when those birds sing very early in the morning.
- (figuratively, of poets, composers + name of a subject) to sing of, praise, have as main theme
Conjugation
τραγουδάω / τραγουδώ, τραγουδιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | τραγουδάω, τραγουδώ | τραγουδήσω | τραγουδιέμαι | τραγουδηθώ |
2 sg | τραγουδάς | τραγουδήσεις | τραγουδιέσαι | τραγουδηθείς |
3 sg | τραγουδάει, τραγουδά | τραγουδήσει | τραγουδιέται | τραγουδηθεί |
1 pl | τραγουδάμε, τραγουδούμε | τραγουδήσουμε, [‑ομε] | τραγουδιόμαστε | τραγουδηθούμε |
2 pl | τραγουδάτε | τραγουδήσετε | τραγουδιέστε, (‑ιόσαστε) | τραγουδηθείτε |
3 pl | τραγουδάνε, τραγουδάν, τραγουδούν(ε) | τραγουδήσουν(ε) | τραγουδιούνται, (‑ιόνται) | τραγουδηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | τραγουδούσα, τραγούδαγα | τραγούδησα | τραγουδιόμουν(α) | τραγουδήθηκα, [τραγουδίστηκα]1 |
2 sg | τραγουδούσες, τραγούδαγες | τραγούδησες | τραγουδιόσουν(α) | τραγουδήθηκες |
3 sg | τραγουδούσε, τραγούδαγε | τραγούδησε | τραγουδιόταν(ε) | τραγουδήθηκε |
1 pl | τραγουδούσαμε, τραγουδάγαμε | τραγουδήσαμε | τραγουδιόμασταν, (‑ιόμαστε) | τραγουδηθήκαμε |
2 pl | τραγουδούσατε, τραγουδάγατε | τραγουδήσατε | τραγουδιόσασταν, (‑ιόσαστε) | τραγουδηθήκατε |
3 pl | τραγουδούσαν(ε), τραγούδαγαν, (τραγουδάγανε) | τραγούδησαν, τραγουδήσαν(ε) | τραγουδιόνταν(ε), τραγουδιόντουσαν, τραγουδιούνταν | τραγουδήθηκαν, τραγουδηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα τραγουδάω, θα τραγουδώ ➤ | θα τραγουδήσω ➤ | θα τραγουδιέμαι ➤ | θα τραγουδηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα τραγουδάς, … | θα τραγουδήσεις, … | θα τραγουδιέσαι, … | θα τραγουδηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … τραγουδήσει έχω, έχεις, ... τραγουδισμένο2 / τραγουδημένο ➤ |
έχω, έχεις, … τραγουδηθεί είμαι, είσαι, ... τραγουδισμένος2 / τραγουδημένος ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … τραγουδήσει είχα, είχες, ... τραγουδισμένο / τραγουδημένο |
είχα, είχες, … τραγουδηθεί ήμουν, ήσουν, ... τραγουδισμένος / τραγουδημένος | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … τραγουδήσει θα έχω, θα έχεις, ... τραγουδισμένο / τραγουδημένο |
θα έχω, θα έχεις, … τραγουδηθεί θα είμαι, θα είσαι, ... τραγουδισμένος / τραγουδημένος | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | τραγούδα, τραγούδαγε | τραγούδησε, τραγούδα | — | τραγουδήσου |
2 pl | τραγουδάτε | τραγουδήστε | τραγουδιέστε | τραγουδηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | τραγουδώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας τραγουδήσει ➤ | τραγουδισμένος, -η, -ο τραγουδημένος, -η, -ο2 ➤ | ||
Nonfinite form➤ | τραγουδήσει | τραγουδηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Also, a rare -ίστηκα form (as though from an ‑ίζω verb). Also see the participle notes2. 2. The expected participle of this verb -ημένος (τραγουδημένος) is mostly used in poetry, literature. The form -ισμένος (τραγουδισμένος, as though from an ‑ίζω verb) is much more common. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
Derived terms
Compounds:
- σιγοτραγουδώ (sigotragoudó)
Related terms
- see: τραγούδι n (tragoúdi, “song”)
References
- 1. The expected participle of this verb τραγουδημένος (tragoudiménos) is mostly used in poetry, literature. The form τραγουδισμένος (tragoudisménos) (as though from an ‑ίζω verb) is much more common.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.