συρματόπλεγμα
Greek
Declension
declension of συρματόπλεγμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | συρματόπλεγμα • | συρματοπλέγματα • |
genitive | συρματοπλέγματος • | συρματοπλεγμάτων • |
accusative | συρματόπλεγμα • | συρματοπλέγματα • |
vocative | συρματόπλεγμα • | συρματοπλέγματα • |
Synonyms
- (wire netting): σύρμα n (sýrma)
- (barbed wire): αγκαθωτό σύρμα n (agkathotó sýrma)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.