συνοριοφύλακας
Greek
Etymology
σύνορο (sýnoro, “border”) + φύλακας (fýlakas, “guard”). From Byzantine Greek σῠ́νορον (súnoron, “border”) from Koine Greek σῠ́νορος (súnoros, “bordering”), and Ancient Greek φῠ́λᾰξ, φῠ́λᾰκος (phúlax, phúlakos, “guard”).
Pronunciation
- IPA(key): /si.no.ri.oˈfi.la.kas/
- Hyphenation: συ‧νο‧ρι‧ο‧φύ‧λα‧κας
Declension
declension of συνοριοφύλακας
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | συνοριοφύλακας • | συνοριοφύλακες • |
genitive | συνοριοφύλακα • | συνοριοφυλάκων • |
accusative | συνοριοφύλακα • | συνοριοφύλακες • |
vocative | συνοριοφύλακα • | συνοριοφύλακες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.