συνεργασία
Greek
Noun
συνεργασία • (synergasía) f (plural συνεργασίες)
Declension
declension of συνεργασία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | συνεργασία • | συνεργασίες • |
genitive | συνεργασίας • | συνεργασιών • |
accusative | συνεργασία • | συνεργασίες • |
vocative | συνεργασία • | συνεργασίες • |
Further reading
- συνεργασία - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.