συμβουλεύω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek συμβουλεύω (sumbouleúō). By surface analysis, (συν-) συμ- + the ancient verb βουλεύω (bouleúō, “take counsel”) from βουλή f (boulḗ, “decision”) βουλ- + -εύω (suffix for verbs).
Pronunciation
- IPA(key): /siɱ.vuˈle.vo/
- Hyphenation: συμ‧βου‧λεύ‧ω
Verb
συμβουλεύω • (symvoulévo) (past συμβούλεψα/συμβούλευσα/συνεβούλευσα, passive συμβουλεύομαι)
Conjugation
συμβουλεύω συμβουλεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συμβουλεύω | συμβουλέψω, συμβουλεύσω | συμβουλεύομαι | συμβουλευτώ, συμβουλευθώ |
2 sg | συμβουλεύεις | συμβουλέψεις, συμβουλεύσεις | συμβουλεύεσαι | συμβουλευτείς, συμβουλευθείς |
3 sg | συμβουλεύει | συμβουλέψει, συμβουλεύσει | συμβουλεύεται | συμβουλευτεί, συμβουλευθεί |
1 pl | συμβουλεύουμε, [‑ομε] | συμβουλέψουμε, [‑ομε], συμβουλεύσουμε, [‑ομε] | συμβουλευόμαστε | συμβουλευτούμε, συμβουλευθούμε |
2 pl | συμβουλεύετε | συμβουλέψετε, συμβουλεύσετε | συμβουλεύεστε, συμβουλευόσαστε | συμβουλευτείτε, συμβουλευθείτε |
3 pl | συμβουλεύουν(ε) | συμβουλέψουν(ε), συμβουλεύσουν(ε) | συμβουλεύονται | συμβουλευτούν(ε), συμβουλευθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συμβούλευα | συμβούλεψα, συμβούλευσα, {συνεβούλευσα} | συμβουλευόμουν(α) | συμβουλεύτηκα, συμβουλεύθηκα |
2 sg | συμβούλευες | συμβούλεψες, συμβούλευσες, {συνεβούλευσες} | συμβουλευόσουν(α) | συμβουλεύτηκες, συμβουλεύθηκες |
3 sg | συμβούλευε | συμβούλεψε, συμβούλευσε, {συνεβούλευσε} | συμβουλευόταν(ε) | συμβουλεύτηκε, συμβουλεύθηκε |
1 pl | συμβουλεύαμε | συμβουλέψαμε, συμβουλεύσαμε | συμβουλευόμασταν, (‑όμαστε) | συμβουλευτήκαμε, συμβουλευθήκαμε |
2 pl | συμβουλεύατε | συμβουλέψατε, συμβουλεύσατε | συμβουλευόσασταν, (‑όσαστε) | συμβουλευτήκατε, συμβουλευθήκατε |
3 pl | συμβούλευαν, συμβουλεύαν(ε) | συμβούλεψαν, συμβούλευσαν, {συνεβούλευσαν} | συμβουλεύονταν, (συμβουλευόντουσαν) | συμβουλεύτηκαν, συμβουλευτήκαν(ε), συμβουλεύθηκαν, συμβουλευθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συμβουλεύω ➤ | θα συμβουλέψω / συμβουλεύσω ➤ | θα συμβουλεύομαι ➤ | θα συμβουλευτώ / συμβουλευθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συμβουλεύεις, … | θα συμβουλέψεις / συμβουλεύσεις, … | θα συμβουλεύεσαι, … | θα συμβουλευτείς / συμβουλευθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συμβουλέψει / συμβουλεύσει | έχω, έχεις, … συμβουλευτεί / συμβουλευθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συμβουλέψει / συμβουλεύσει | είχα, είχες, … συμβουλευτεί / συμβουλευθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συμβουλέψει / συμβουλεύσει | θα έχω, θα έχεις, … συμβουλευτεί / συμβουλευθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συμβούλευε | συμβούλεψε / συμβούλευ' 1, συμβούλευσε | — | συμβουλέψου, συμβουλεύσου |
2 pl | συμβουλεύετε | συμβουλέψτε / συμβουλεύτε2, συμβουλεύστε | συμβουλεύεστε | συμβουλευτείτε, συμβουλευθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συμβουλεύοντας ➤ | συμβουλευόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συμβουλέψει / συμβουλεύσει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | συμβουλέψει, συμβουλεύσει | συμβουλευτεί, συμβουλευθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. συμβούλευ' τον ("advise him!"). 2. Colloquial. • Active forms with -ευσ- and passive with -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
Further reading
- συμβουλεύω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.