συζητημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of συζητιέμαι (syzitiémai), passive voice of συζητάω, συζητώ (“discuss”) and of συζητούμαι (syzitoúmai), passive voice of συζητώ (syzitó).
Pronunciation
- IPA(key): /si.zi.tiˈme.nos/
- Hyphenation: συ‧ζη‧τη‧μέ‧νος
Participle
συζητημένος • (syzitiménos) m (feminine συζητημένη, neuter συζητημένο)
- discussed, talked about
Declension
Declension of συζητημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συζητημένος • | συζητημένη • | συζητημένο • | συζητημένοι • | συζητημένες • | συζητημένα • |
genitive | συζητημένου • | συζητημένης • | συζητημένου • | συζητημένων • | συζητημένων • | συζητημένων • |
accusative | συζητημένο • | συζητημένη • | συζητημένο • | συζητημένους • | συζητημένες • | συζητημένα • |
vocative | συζητημένε • | συζητημένη • | συζητημένο • | συζητημένοι • | συζητημένες • | συζητημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συζητημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συζητημένος, etc.) |
Related terms
- πολυσυζητημένος (polysyzitiménos, “overdiscussed”, participle)
- ζητημένος (zitiménos, “in demand”, participle)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.