πολυσυζητημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of πολυσυζητιέμαι (polysyzitiémai), passive voice of πολυσυζητάω, -συζητώ (“discuss”). Analysed as πολυ- (“much”) + συζητημένος (“talked about”).
Pronunciation
- IPA(key): /po.li.si.zi.tiˈme.nos/
- Hyphenation: πο‧λυ‧συ‧ζη‧τη‧μέ‧νος
Participle
πολυσυζητημένος • (polysyzitiménos) m (feminine πολυσυζητημένη, neuter πολυσυζητημένο)
Declension
Declension of πολυσυζητημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολυσυζητημένος • | πολυσυζητημένη • | πολυσυζητημένο • | πολυσυζητημένοι • | πολυσυζητημένες • | πολυσυζητημένα • |
genitive | πολυσυζητημένου • | πολυσυζητημένης • | πολυσυζητημένου • | πολυσυζητημένων • | πολυσυζητημένων • | πολυσυζητημένων • |
accusative | πολυσυζητημένο • | πολυσυζητημένη • | πολυσυζητημένο • | πολυσυζητημένους • | πολυσυζητημένες • | πολυσυζητημένα • |
vocative | πολυσυζητημένε • | πολυσυζητημένη • | πολυσυζητημένο • | πολυσυζητημένοι • | πολυσυζητημένες • | πολυσυζητημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυσυζητημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυσυζητημένος, etc.) |
Related terms
- συζητημένος (syzitiménos, “talked about”, participle)
- ζητημένος (zitiménos, “in demand”, participle)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.