συγχωρώ
See also: συγχωρῶ
Greek
Alternative forms
Etymology
From Koine Greek συγχωρῶ (sunkhōrô), contracted form of συγχωρέω (sunkhōréō).
Pronunciation
- IPA(key): /siŋ.xoˈɾo/
- Hyphenation: συγ‧χω‧ρώ
Verb
συγχωρώ • (synchoró) / συγχωράω (past συγχώρησα/συγχώρεσα, passive συγχωρούμαι, p‑past συγχωρήθηκα/συγχωρέθηκα)
Usage notes
- 2nd Conjugation, Class B with characteristic -ει- endings. The variant συγχωράω/συγχωρώ belongs to the 2nd Conjugation, Class A with characteristic -α- endings and passive συγχωριέμαι (synchoriémai). Both conjugations share most of the forms, with double infix -ησ- and -εσ-.
Conjugation
συγχωρώ, συγχωρούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συγχωρώ (συγχωράω →) | συγχωρήσω, συγχωρέσω | συγχωρούμαι | συγχωρηθώ, συγχωρεθώ |
2 sg | συγχωρείς | συγχωρήσεις, συγχωρέσεις | συγχωρείσαι | συγχωρηθείς, συγχωρεθείς |
3 sg | συγχωρεί | συγχωρήσει, συγχωρέσει | συγχωρείται | συγχωρηθεί, συγχωρεθεί |
1 pl | συγχωρούμε | συγχωρήσουμε, [‑ομε] , συγχωρέσουμε, [‑ομε] | συγχωρούμαστε | συγχωρηθούμε, συγχωρεθούμε |
2 pl | συγχωρείτε | συγχωρήσετε, συγχωρέσετε | συγχωρείστε, {συγχωρείσθε} | συγχωρηθείτε, συγχωρεθείτε |
3 pl | συγχωρούν(ε) | συγχωρήσουν(ε), συγχωρέσουν(ε) | συγχωρούνται | συγχωρηθούν(ε), συγχωρεθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συγχωρούσα | συγχώρησα, συγχώρεσα | [συγχωρούμουν(α)] | συγχωρήθηκα, συγχωρέθηκα |
2 sg | συγχωρούσες | συγχώρησες, συγχώρεσες | [συγχωρούσουν(α)] | συγχωρήθηκες, συγχωρέθηκες |
3 sg | συγχωρούσε | συγχώρησε, συγχώρεσε | συγχωρούνταν, {συγχωρείτο} | συγχωρήθηκε, συγχωρέθηκε |
1 pl | συγχωρούσαμε | συγχωρήσαμε, συγχωρέσαμε | συγχωρούμασταν, (‑ούμαστε) | συγχωρηθήκαμε, συγχωρεθήκαμε |
2 pl | συγχωρούσατε | συγχωρήσατε, συγχωρέσατε | [συγχωρούσασταν, (‑ούσαστε)] | συγχωρηθήκατε, συγχωρεθήκατε |
3 pl | συγχωρούσαν(ε) | συγχώρησαν, συγχωρήσαν(ε), συγχώρεσαν, συγχωρέσαν(ε) | συγχωρούνταν, {συγχωρούντο} | συγχωρήθηκαν, συγχωρηθήκαν(ε), συγχωρέθηκαν, συγχωρεθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συγχωρώ ➤ | θα συγχωρήσω/συγχωρέσω ➤ | θα συγχωρούμαι ➤ | θα συγχωρηθώ/συγχωρεθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συγχωρείς, … | θα συγχωρήσεις/συγχωρέσεις, … | θα συγχωρείσαι, … | θα συγχωρηθείς/συγχωρεθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συγχωρήσει/συγχωρέσει έχω, έχεις, … συγχωρημένο/συγχωρεμένο, -η, -ο ➤ |
έχω, έχεις, … συγχωρηθεί/συγχωρεθεί είμαι, είσαι, … συγχωρημένος/συγχωρεμένος, -η, -ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συγχωρήσει/συγχωρέσει είχα, είχες, … συγχωρημένο/συγχωρεμένο, -η, -ο |
είχα, είχες, … συγχωρηθεί/συγχωρεθεί ήμουν, ήσουν, … συγχωρημένος/συγχωρεμένος, -η, -ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συγχωρήσει/συγχωρέσει θα έχω, θα έχεις, … συγχωρημένο/συγχωρεμένο, -η, -ο |
θα έχω, θα έχεις, … συγχωρηθεί/συγχωρεθεί θα είμαι, θα είσαι, … συγχωρημένος/συγχωρεμένος, -η, -ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | συγχώρησε, συγχώρεσε, συγχώρα | — | συγχωρήσου, συγχωρέσου |
2 pl | συγχωρείτε | συγχωρήστε, συγχωρέστε | συγχωρείστε, {συγχωρείσθε} | συγχωρηθείτε, συγχωρεθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συγχωρώντας ➤ | συγχωρούμενος, -η, -ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συγχωρήσει ➤ | συγχωρημένος/συγχωρεμένος, -η, -ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συγχωρήσει, συγχωρέσει | συγχωρηθεί, συγχωρεθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Many forms shared with the 2nd Conjugation, Class Α verb συγχωράω. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- ασυγχώρητος (asynchóritos, “unforgivable”)
- συγχωρεμένος (synchoreménos, “excusable”)
- συγχωρημένος (synchoriménos, participle), συγχωρεμένος (synchoreménos), συχωρεμένος (sychoreménos), σχωρεμένος (schoreménos)
- συγχώρεση f (synchóresi, “forgiveness”)
- συγχωρητέος (synchoritéos)
- συγχωρητήριος (synchoritírios)
- συγχωρητικός (synchoritikós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.