συγχωνεύω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /siŋ.xoˈne.vo/
- Hyphenation: συγ‧χω‧νεύ‧ω
Verb
συγχωνεύω • (synchonévo) (past συγχώνευσα, passive συγχωνεύομαι, p‑past συγχωνεύτηκα/συγχωνεύθηκα, ppp συγχωνευμένος)
- (transitive) to merge
Conjugation
συγχωνεύω συγχωνεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συγχωνεύω | συγχωνεύσω | συγχωνεύομαι | συγχωνευτώ, συγχωνευθώ |
2 sg | συγχωνεύεις | συγχωνεύσεις | συγχωνεύεσαι | συγχωνευτείς, συγχωνευθείς |
3 sg | συγχωνεύει | συγχωνεύσει | συγχωνεύεται | συγχωνευτεί, συγχωνευθεί |
1 pl | συγχωνεύουμε, [‑ομε] | συγχωνεύσουμε, [‑ομε] | συγχωνευόμαστε | συγχωνευτούμε, συγχωνευθούμε |
2 pl | συγχωνεύετε | συγχωνεύσετε | συγχωνεύεστε, συγχωνευόσαστε | συγχωνευτείτε, συγχωνευθείτε |
3 pl | συγχωνεύουν(ε) | συγχωνεύσουν(ε) | συγχωνεύονται | συγχωνευτούν(ε), συγχωνευθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συγχώνευα | συγχώνευσα | συγχωνευόμουν(α) | συγχωνεύτηκα, συγχωνεύθηκα |
2 sg | συγχώνευες | συγχώνευσες | συγχωνευόσουν(α) | συγχωνεύτηκες, συγχωνεύθηκες |
3 sg | συγχώνευε | συγχώνευσε | συγχωνευόταν(ε) | συγχωνεύτηκε, συγχωνεύθηκε |
1 pl | συγχωνεύαμε | συγχωνεύσαμε | συγχωνευόμασταν, (‑όμαστε) | συγχωνευτήκαμε, συγχωνευθήκαμε |
2 pl | συγχωνεύατε | συγχωνεύσατε | συγχωνευόσασταν, (‑όσαστε) | συγχωνευτήκατε, συγχωνευθήκατε |
3 pl | συγχώνευαν, συγχωνεύαν(ε) | συγχώνευσαν, συγχωνεύσαν(ε) | συγχωνεύονταν, (συγχωνευόντουσαν) | συγχωνεύτηκαν, συγχωνευτήκαν(ε), συγχωνεύθηκαν, συγχωνευθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συγχωνεύω ➤ | θα συγχωνεύσω ➤ | θα συγχωνεύομαι ➤ | θα συγχωνευτώ / συγχωνευθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συγχωνεύεις, … | θα συγχωνεύσεις, … | θα συγχωνεύεσαι, … | θα συγχωνευτείς / συγχωνευθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συγχωνεύσει έχω, έχεις, … συγχωνευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συγχωνευτεί / συγχωνευθεί είμαι, είσαι, … συγχωνευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συγχωνεύσει είχα, είχες, … συγχωνευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συγχωνευτεί / συγχωνευθεί ήμουν, ήσουν, … συγχωνευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συγχωνεύσει θα έχω, θα έχεις, … συγχωνευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συγχωνευτεί / συγχωνευθεί θα είμαι, θα είσαι, … συγχωνευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συγχώνευε | συγχώνευσε | — | συγχωνεύσου |
2 pl | συγχωνεύετε | συγχωνεύστε | συγχωνεύεστε | συγχωνευτείτε, συγχωνευθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συγχωνεύοντας ➤ | συγχωνευόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συγχωνεύσει ➤ | συγχωνευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συγχωνεύσει | συγχωνευτεί, συγχωνευθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.