συγκόλληση
Greek
Declension
declension of συγκόλληση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | συγκόλληση • | συγκολλήσεις • | |
genitive | συγκόλλησης • | συγκολλήσεων • | |
accusative | συγκόλληση • | συγκολλήσεις • | |
vocative | συγκόλληση • | συγκολλήσεις • | |
Older or formal genitive singular: συγκολλήσεως • |
Related terms
- ηλεκτροσυγκόλληση f (ilektrosygkóllisi, “arcwelding”)
- οξυγονοκόλληση f (oxygonokóllisi, “oxyacetylene welding”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.