οξυγονοκόλληση
Greek
Etymology
οξυγόνο (oxygóno, “oxygen”) + κόλληση (kóllisi, “bonding”)
Noun
οξυγονοκόλληση • (oxygonokóllisi) f (plural οξυγονοκολλήσεις)
Declension
declension of οξυγονοκόλληση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | οξυγονοκόλληση • | οξυγονοκολλήσεις • | |
genitive | οξυγονοκόλλησης • | οξυγονοκολλήσεων • | |
accusative | οξυγονοκόλληση • | οξυγονοκολλήσεις • | |
vocative | οξυγονοκόλληση • | οξυγονοκολλήσεις • | |
Older or formal genitive singular: οξυγονοκολλήσεως • |
Related terms
- ηλεκτροσυγκόλληση f (ilektrosygkóllisi, “arcwelding”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.