στρατόπεδο
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek στρατόπεδον (stratópedon).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /stɾaˈto.pe.ðo/
- Hyphenation: στρα‧τό‧πε‧δο
Noun
στρατόπεδο • (stratópedo) n (plural στρατόπεδα)
Declension
declension of στρατόπεδο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | στρατόπεδο • | στρατόπεδα • |
genitive | στρατοπέδου •, στρατόπεδου • | στρατοπέδων • |
accusative | στρατόπεδο • | στρατόπεδα • |
vocative | στρατόπεδο • | στρατόπεδα • |
Related terms
- στρατοπεδάρχης m (stratopedárchis, “camp commander”)
- στρατοπέδευση f (stratopédefsi, “camping”) (military)
- στρατοπεδεύω (stratopedévo, “camp, encamp”) (military)
- and see: στρατός m (stratós, “army”)
References
- στρατόπεδο - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.