σταματημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of σταματιέμαι (stamatiémai), passive voice of σταματάω, σταματώ (“stop”).
Pronunciation
- IPA(key): /sta.ma.tiˈme.nos/
- Hyphenation: στα‧μα‧τη‧μέ‧νος
Participle
σταματημένος • (stamatiménos) m (feminine σταματημένη, neuter σταματημένο)
- halted, stopped, motionless
- Τι μποτιλιάρισμα! Όλα τα αυτοκίνητα είναι σταματημένα.
- Ti botiliárisma! Óla ta aftokínita eínai stamatiména.
- What a traffi jam! All the cars are stationary.
Declension
Declension of σταματημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σταματημένος • | σταματημένη • | σταματημένο • | σταματημένοι • | σταματημένες • | σταματημένα • |
genitive | σταματημένου • | σταματημένης • | σταματημένου • | σταματημένων • | σταματημένων • | σταματημένων • |
accusative | σταματημένο • | σταματημένη • | σταματημένο • | σταματημένους • | σταματημένες • | σταματημένα • |
vocative | σταματημένε • | σταματημένη • | σταματημένο • | σταματημένοι • | σταματημένες • | σταματημένα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.