ρυθμίζω
Greek
Etymology
From Ancient Greek ῥυθμίζω (rhuthmízō, “to bring into rhythm, to sort, to adjust”), from Ancient Greek ῥυθμός (rhuthmós, “rhythm, order, condition”).
Pronunciation
- IPA(key): /ɾiˈθmizo/
- Hyphenation: ρυ‧θμί‧ζω
Verb
ρυθμίζω • (rythmízo) active (past ρύθμισα, passive ρυθμίζομαι)
- (transitive, intransitive) to adjust, set, modify, tune, regulate (to change something, usually so as to correct it)
- Πρέπει να ρυθμίσω το ρολόι μου. ― Prépei na rythmíso to rolói mou. ― I have to adjust my watch.
- Ρύθμισα τον θερμοστάτη στους 18 βαθμούς. ― Rýthmisa ton thermostáti stous 18 vathmoús. ― I set the thermostat to 18 degrees.
- Αυτό το κάθισμα ρυθμίζεται'. ― Aftó to káthisma rythmízetai. ― This seat is adjustable.
- (transitive, intransitive, figuratively) to organise, arrange, settle, sort out, fix (to correct something)
- ρυθμίζω τη ζωή μου ― rythmízo ti zoḯ mou ― to sort out one's life
- Θέλω να τον συναντήσω - μπορείς να το ρυθμίσεις; ― Thélo na ton synantíso - boreís na to rythmíseis; ― I want to meet him - can you sort it out/arrange it?
- Μη στεναχωριέσαι, όλα θα ρυθμιστούν. ― Mi stenachoriésai, óla tha rythmistoún. ― Don't worry, everything will work out (right).
Conjugation
ρυθμίζω ρυθμίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ρυθμίζω | ρυθμίσω | ρυθμίζομαι | ρυθμιστώ |
2 sg | ρυθμίζεις | ρυθμίσεις | ρυθμίζεσαι | ρυθμιστείς |
3 sg | ρυθμίζει | ρυθμίσει | ρυθμίζεται | ρυθμιστεί |
1 pl | ρυθμίζουμε, [‑ομε] | ρυθμίσουμε, [‑ομε] | ρυθμιζόμαστε | ρυθμιστούμε |
2 pl | ρυθμίζετε | ρυθμίσετε | ρυθμίζεστε, ρυθμιζόσαστε | ρυθμιστείτε |
3 pl | ρυθμίζουν(ε) | ρυθμίσουν(ε) | ρυθμίζονται | ρυθμιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ρύθμιζα | ρύθμισα | ρυθμιζόμουν(α) | ρυθμίστηκα |
2 sg | ρύθμιζες | ρύθμισες | ρυθμιζόσουν(α) | ρυθμίστηκες |
3 sg | ρύθμιζε | ρύθμισε | ρυθμιζόταν(ε) | ρυθμίστηκε |
1 pl | ρυθμίζαμε | ρυθμίσαμε | ρυθμιζόμασταν, (‑όμαστε) | ρυθμιστήκαμε |
2 pl | ρυθμίζατε | ρυθμίσατε | ρυθμιζόσασταν, (‑όσαστε) | ρυθμιστήκατε |
3 pl | ρύθμιζαν, ρυθμίζαν(ε) | ρύθμισαν, ρυθμίσαν(ε) | ρυθμίζονταν, (ρυθμιζόντουσαν) | ρυθμίστηκαν, ρυθμιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ρυθμίζω ➤ | θα ρυθμίσω ➤ | θα ρυθμίζομαι ➤ | θα ρυθμιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ρυθμίζεις, … | θα ρυθμίσεις, … | θα ρυθμίζεσαι, … | θα ρυθμιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ρυθμίσει έχω, έχεις, … ρυθμισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ρυθμιστεί είμαι, είσαι, … ρυθμισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ρυθμίσει είχα, είχες, … ρυθμισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ρυθμιστεί ήμουν, ήσουν, … ρυθμισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ρυθμίσει θα έχω, θα έχεις, … ρυθμισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ρυθμιστεί θα είμαι, θα είσαι, … ρυθμισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ρύθμιζε | ρύθμισε | — | ρυθμίσου |
2 pl | ρυθμίζετε | ρυθμίστε | ρυθμίζεστε | ρυθμιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ρυθμίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ρυθμίσει ➤ | ρυθμισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ρυθμίσει | ρυθμιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- (to set, to modify, to adjust): προσαρμόζω (prosarmózo), κανονίζω (kanonízo), διευθετώ (diefthetó)
- (to sort out, to fix): κανονίζω (kanonízo), τακτοποιώ (taktopoió)
Related terms
- ρύθμιση f (rýthmisi, “adjustment, regulation”)
- ρυθμιστής m (rythmistís, “regulator, governor, adjuster”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.