προσελκύω
Greek
Etymology
From Ancient Greek προσέλκω (prosélkō) + -ύω. Morphologically, from προς + ελκύω (“drag”).
Pronunciation
- IPA(key): /proselˈci.o/
- Hyphenation: προ‧σελ‧κύ‧ω
- Hyphenation: προσ‧ελ‧κύ‧ω
Verb
προσελκύω • (proselkýo) (past προσέλκυσα/προσείλκυσα, passive προσελκύομαι)
Conjugation
προσελκύω προσελκύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | προσελκύω | προσελκύσω | προσελκύομαι | προσελκυστώ, {προσελκυσθώ}1 |
2 sg | προσελκύεις | προσελκύσεις | προσελκύεσαι | προσελκυστείς, προσελκυσθείς |
3 sg | προσελκύει | προσελκύσει | προσελκύεται | προσελκυστεί, προσελκυσθεί |
1 pl | προσελκύουμε, [‑ομε] | προσελκύσουμε, [‑ομε] | προσελκυόμαστε | προσελκυστούμε, προσελκυσθούμε |
2 pl | προσελκύετε | προσελκύσετε | προσελκύεστε, προσελκυόσαστε | προσελκυστείτε, προσελκυσθείτε |
3 pl | προσελκύουν(ε) | προσελκύσουν(ε) | προσελκύονται | προσελκυστούν(ε), προσελκυσθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | προσέλκυα, {προσείλκυα}1 | προσέλκυσα, {προσείλκυσα}1 | προσελκυόμουν(α) | προσελκύστηκα, {προσελκύσθηκα}1 |
2 sg | προσέλκυες, προσείλκυες | προσέλκυσες, προσείλκυσες | προσελκυόσουν(α) | προσελκύστηκες, προσελκύσθηκες |
3 sg | προσέλκυε, προσείλκυε | προσέλκυσε, προσείλκυσε | προσελκυόταν(ε) | προσελκύστηκε, προσελκύσθηκε |
1 pl | προσελκύαμε | προσελκύσαμε | προσελκυόμασταν, (‑όμαστε) | προσελκυστήκαμε, προσελκυσθήκαμε |
2 pl | προσελκύατε | προσελκύσατε | προσελκυόσασταν, (‑όσαστε) | προσελκυστήκατε, προσελκυσθήκατε |
3 pl | προσέλκυαν, προσελκύαν(ε), προσείλκυαν | προσέλκυσαν, προσελκύσαν(ε), προσείλκυσαν | προσελκύονταν, (προσελκυόντουσαν) | προσελκύστηκαν, προσελκυστήκαν(ε), προσελκύσθηκαν, προσελκυσθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα προσελκύω ➤ | θα προσελκύσω ➤ | θα προσελκύομαι ➤ | θα προσελκυστώ / προσελκυσθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προσελκύεις, … | θα προσελκύσεις, … | θα προσελκύεσαι, … | θα προσελκυστείς / προσελκυσθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προσελκύσει | έχω, έχεις, … προσελκυστεί / προσελκυσθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προσελκύσει | είχα, είχες, … προσελκυστεί / προσελκυσθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προσελκύσει | θα έχω, θα έχεις, … προσελκυστεί / προσελκυσθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | προσέλκυε | προσέλκυσε | — | προσελκύσου |
2 pl | προσελκύετε | προσελκύστε | προσελκύεστε | προσελκυστείτε, προσελκυσθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | προσελκύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας προσελκύσει ➤ | {προσειλκυσμένος, ‑η, ‑ο} ➤ | ||
Nonfinite form➤ | προσελκύσει | προσελκυστεί, προσελκυσθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The second forms are older, learned, less commonly used. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- See at ελκύω
Related terms
- προσέλκυση f (prosélkysi, “attraction”)
- And see at έλκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.