προκαταβάλλω
Greek
Etymology
Learnedly, from Hellenistic Koine Greek προκᾰτᾰβᾰ́λλω (prokatabállō, “apply first”). Morphologically, from προ- (“before”) + καταβάλλω (“pay; overcome; exhaust;”).
Pronunciation
- IPA(key): /pɾo.ka.taˈva.lo/
- Hyphenation: προ‧κα‧τα‧βάλ‧λω
- Homophone: προκαταβάλω (prokataválo)
Verb
προκαταβάλλω • (prokatavállo) (past προκατέβαλα, passive προκαταβάλλομαι)
Conjugation
προκαταβάλλω προκαταβάλλομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | προκαταβάλλω | προκαταβάλω | προκαταβάλλομαι | προκαταβληθώ |
2 sg | προκαταβάλλεις | προκαταβάλεις | προκαταβάλλεσαι | προκαταβληθείς |
3 sg | προκαταβάλλει | προκαταβάλει | προκαταβάλλεται | προκαταβληθεί |
1 pl | προκαταβάλλουμε, [‑ομε] | προκαταβάλουμε, [‑ομε] | προκαταβαλλόμαστε | προκαταβληθούμε |
2 pl | προκαταβάλλετε | προκαταβάλετε | προκαταβάλλεστε, προκαταβαλλόσαστε | προκαταβληθείτε |
3 pl | προκαταβάλλουν(ε) | προκαταβάλουν(ε) | προκαταβάλλονται | προκαταβληθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | προκατέβαλλα | προκατέβαλα | προκαταβαλλόμουν(α) | προκαταβλήθηκα |
2 sg | προκατέβαλλες | προκατέβαλες | προκαταβαλλόσουν(α) | προκαταβλήθηκες |
3 sg | προκατέβαλλε | προκατέβαλε | προκαταβαλλόταν(ε) | προκαταβλήθηκε |
1 pl | προκαταβάλλαμε | προκαταβάλαμε | προκαταβαλλόμασταν, (‑όμαστε) | προκαταβληθήκαμε |
2 pl | προκαταβάλλατε | προκαταβάλατε | προκαταβαλλόσασταν, (‑όσαστε) | προκαταβληθήκατε |
3 pl | προκατέβαλλαν, προκαταβάλλαν(ε) | προκατέβαλαν, προκαταβάλαν(ε) | προκαταβάλλονταν, (προκαταβαλλόντουσαν) | προκαταβλήθηκαν, προκαταβληθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα προκαταβάλλω ➤ | θα προκαταβάλω ➤ | θα προκαταβάλλομαι ➤ | θα προκαταβληθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προκαταβάλλεις, … | θα προκαταβάλεις, … | θα προκαταβάλλεσαι, … | θα προκαταβληθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προκαταβάλει έχω, έχεις, … προκαταβεβλημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … προκαταβληθεί είμαι, είσαι, … προκαταβεβλημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προκαταβάλει είχα, είχες, … προκαταβεβλημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … προκαταβληθεί ήμουν, ήσουν, … προκαταβεβλημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προκαταβάλει θα έχω, θα έχεις, … προκαταβεβλημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … προκαταβληθεί θα είμαι, θα είσαι, … προκαταβεβλημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | προκατάβαλλε | προκατάβαλε | — | — |
2 pl | προκαταβάλλετε | προκαταβάλετε | προκαταβάλλεστε | προκαταβληθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | προκαταβάλλοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας προκαταβάλει ➤ | {προκαταβεβλημένος, ‑η, ‑o} ➤ | ||
Nonfinite form➤ | προκαταβάλει | προκαταβληθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- αβαντζάρω (avantzáro) (informal, colloquial)
Related terms
- προκαταβολή f (prokatavolí, “prepayment”)
- προκαταβολικός (prokatavolikós, “prepaid, paid in advance”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.