πράγμα
See also: πρᾶγμα
Greek
Alternative forms
- πράμα (práma)
Pronunciation
- IPA(key): /ˈpɾaɣma/
Noun
πράγμα • (prágma) n (plural πράγματα)
- thing, entity, object
- Τι είναι αυτό το πράγμα στον κουβά; ― Ti eínai aftó to prágma ston kouvá? ― What is that thing in the bucket?
- stuff
- (euphemistic) thingy (penis, vagina, etc)
- Κλείσε το φερμουάρ – φαίνεται το πράγμα σου! ― Kleíse to fermouár – faínetai to prágma sou! ― Close your zipper – your thingy is showing!
Declension
Derived terms
- πραγματίστρια f (pragmatístria, “pragmatist”)
- πραγματιστής m (pragmatistís, “pragmatist”)
- πραγματεία f (pragmateía, “treatise, dissertation”)
- πραγματικά (pragmatiká, “really”)
- πραγματικός αριθμός m (pragmatikós arithmós, “real number”)
- πραγματικός (pragmatikós, “real”)
- πραγματικότητα f (pragmatikótita, “reality”)
- τι πράγμα; (ti prágma?)
Further reading
- πράγμα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.